Publications

«Μπορεί να αποτελέσει το έγγραφο Ντάουνερ σημείο εκκίνησης μίας νέας διαπραγμάτευσης;»

By: DR. CHRISTOS CLERIDES May. 26, 2013

 

«Μπορεί να αποτελέσει το έγγραφο Ντάουνερ σημείο εκκίνησης μίας νέας διαπραγμάτευσης;»

 

   Το έγγραφο Ντάουνερ ημ. 30/4/2013 φέρει σαν τίτλο «Συγκλήσεις 2008-2012». Συμπεριλαμβάνει συγκλήσεις στα θέματα που κατονομάζει διακυβέρνησης και διαμερισμού εξουσίας, στο περιουσιακό, θέματα που αφορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση, την οικονομία, θέματα που αφορούν άσυλο, υπηκοότητα, αλλοδαπούς και μετανάστευσή, εγγυήσεις και εδαφικό. Μέσα στο έγγραφο συμπεριλαμβάνονται οι συγκλήσεις όπως και σημεία στα οποία υπάρχουν συγκλήσεις με όρους ή και θέματα πάνω στα οποία όπου φαίνεται να υπάρχει δυνατότητα γεφύρωσης των διαφορών. Το έγγραφο είναι λεπτομερές και αποτελείται από 77 σελίδες. Κατά τη γνώμη μου το έγγραφο βασίζεται στη φιλοσοφία του Σχεδίου Ανάν και καταδεικνύει ουσιαστικά ένα σχέδιο λύσης στο οποίο για να περάσει οποιαδήποτε απόφαση θα πρέπει να συμφωνούν οι δύο κοινότητες. Τούτο στο επίπεδο διακυβέρνησης δηλαδή εκτελεστικής εξουσίας νομοθετικής ακόμη και δικαστικής. Στο περιουσιακό γίνεται μία εκτενής κατηγοριοποίηση περιουσιών για να επιτρέπεται η λήψη απόφασης για επιστροφή, ανταλλαγή ή αποζημίωσης ανάλογα με το είδος της περιουσίας. Ξεφεύγει από το πλαίσιο τόσο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης προάσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ευρωπαϊκού δικαίου αλλά και τις αρχές Πινέιρο 28/6/2005 των Ηνωμένων Εθνών για αποκατάσταση περιουσίας σε πρόσφυγες και εκτοπισθέντες.

 

Σε σχέση με τα θέματα ασφάλειας και εγγυήσεων καταχωρείται η αντίθετη άποψη των δύο κοινοτήτων με την ελληνοκυπριακή πλευρά να ζητεί κατάργηση των Συνθηκών Εγγύησης και Συμμαχίας και με την τουρκοκυπριακή πλευρά να επιμένει στην διατήρηση τους με τις ανάλογες προσαρμογές. Στα θέματα εσωτερικής ασφάλειας υπάρχουν συγκλήσεις  στο ότι στο ομοσπονδιακό επίπεδο η συμμετοχή στην Ομοσπονδιακή Αστυνομία και Κοινή Αρχή Διερεύνησης επιτυγχάνεται η αριθμητική ισότητα. Σε επίπεδο διοίκησης παραμένει το πρόβλημα ότι οι διορισμοί των αρχηγών θα γίνεται από την εκτελεστική εξουσία δηλαδή προφανώς το προτεινόμενο Υπουργικό Συμβούλιο με το πρόβλημα το οποίο διαπιστώνεται σε περίπτωση που δεν υπάρχει ομοφωνία στη λήψη απόφασης.

 

Σε επίπεδο τον ομόσπονδων μονάδων η αναλογία που συμφωνήθηκε είναι 60% - 40%. Αναλογία η οποία βεβαίως δεν μπορεί να έχει σχέση με την πληθυσμιακή αναλογία.

 

Στο εδαφικό έχει συμφωνηθεί ότι θα υπάρξει αναπροσαρμογή αλλά αυτό θα συζητηθεί στη τελευταία φάση της διαδικασίας η οποία θα οδηγήσει ως έχει συμφωνηθεί σε πολυμερή διάσκεψη. Η ελληνοκυπριακή πλευρά επιζητεί την επιστροφή τουλάχιστον 100.000 εκτοπισθέντων με βάση τους αριθμούς του 1974 αρχή την οποία δεν δέχεται η τουρκοκυπριακή πλευρά η οποία επιμένει στην αρχή της διζωνικότητας. Επιμένει ότι δεν είναι δυνατόν με την εδαφική αναπροσαρμογή να εκτοπισθούν όπως ισχυρίζεται τουρκοκύπριοι από επιστραφέντα εδάφη. Ούτε είναι δυνατόν να «σουρώσει» το νέο «Τουρκοκυπριακό Συνιστών Κράτος». Είναι προφανές ότι στα θέματα εγγυήσεων και στο εδαφικό δεν υπάρχει κοινή βάση και είναι προφανές ότι οι θέσεις είναι εκ διαμέτρου αντίθετες.

 

Μία μελέτη όμως δύο κεφαλαίων που αφορούν την διακυβέρνηση και το περιουσιακό μας οδηγούν στο συμπέρασμα κατά τη γνώμη μου ότι το έγγραφο Ντάουνερ δεν μπορεί να αποτελέσει σημείο εκκίνησης μίας νέας διαπραγμάτευσης πέραν από το γεγονός ότι στο εδαφικό και στις εγγυήσεις οι απόψεις είναι εκ διαμέτρου αντίθετες.

 

Στο θέμα της διακυβέρνησης προνοείται μία Προεδρία με Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο με το ενδεχόμενο εκ περιτροπής Προεδρίας, δηλαδή 4 χρόνια ελληνοκύπριος και 2 χρόνια τουρκοκύπριος νοουμένου ότι θα γίνει δεκτή και η πρόταση της ελληνοκυπριακής πλευράς για σταθμισμένη ψήφο των ελληνοκυπρίων για την εκλογή του τουρκοκύπριου Αντιπροέδρου. Στο Υπουργικό Συμβούλιο γίνεται εισήγηση από την ελληνοκυπριακή πλευρά για 13 μέλη, 8 ελληνοκύπριου και 5 τουρκοκύπριοι. Στις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου πρέπει πάντοτε να υπάρχει μία ή δύο ψήφοι από την κάθε κοινότητα. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου θα πρέπει ουσιαστικά να είναι ομόφωνες. Η σταθμισμένη ψήφος και η εκ περιτροπής προεδρία παραβιάζουν κάθε δημοκρατική αρχή γιατί αντιβαίνουν τον κανόνα κάθε ψηφοφόρος μία ψήφος και επιπρόσθετα είναι πρωτάκουστο να εκλέγεται σαν πρόεδρος κάποιος ο οποίος δεν ψηφίστηκε από την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Δεν υπάρχει ικανοποιητική φόρμουλα δια επίλυση αδιεξόδων στο επίπεδο αυτό. Στο Σύνταγμα της Ζυρίχης οι τουρκοκύπριοι είχαν δικαίωμα αρνησικυρίας σε ορισμένα θέματα όπως άμυνας και ασφάλειας αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει κράτος με Υπουργικό Συμβούλιο πάνω σε εθνική καταγωγή των μελών του και με όρο ότι θα πρέπει ουσιαστικά να συμφωνούν και οι δύο κοινότητες. Το ίδιο σενάριο επαναλαμβάνεται ουσιαστικά και στην νομοθετική εξουσία η οποία απαρτίζεται από δύο σώματα, την άνω Βουλή δηλαδή τη γερουσία και τη κάτω Βουλή των Αντιπροσώπων. Αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με πλειοψηφία και στα δύο σώματα αλλά σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να διαπιστώνεται θετική ψήφος 25% κάθε κοινότητας στη Γερουσία. Επιπρόσθετα στη Βουλή των Αντιπροσώπων γίνεται πρόνοια για ειδικές πλειοψηφίες, για νόμους που θα καθοριστούν στο Σύνταγμα ως επίσης και διαδικασία «κώδωνος κινδύνου» σύμφωνα με την οποία όπου 50% μελών μίας κοινότητας δηλώνουν ότι ο προτεινόμενος νόμος επηρεάζει τη κοινότητα δυσμενώς τότε θα πρέπει το θέμα να αποφασίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η Επιτροπή για Επίλυση Αδιεξόδων που απαρτίζεται από 50% ελληνοκύπριους γερουσιαστές και 50% τουρκοκύπριους συνεπάγεται νέα αδιέξοδα και η διαδικασία προσθήκης εκ περιδρομής ενός γερουσιαστού από κάθε κοινότητα στην εκάστοτε περίπτωση δεν περιποιεί τιμή σε οποιοδήποτε δημοκρατικό σύστημα. Το ίδιο και η απειλή ότι το κοινοβούλιο θα διαλύεται σε περίπτωση αδιεξόδου για πέραν των δύο ετών. Στη δικαστική εξουσία παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο. Εκεί οι δικαστές προέρχονται εξίσου αριθμητικά από τις δύο κοινότητες και όπου υπάρχει αδιέξοδο διορίζεται εκτάκτως ένας από τρεις αλλοδαπούς δικαστές που καθορίζει η εκτελεστική εξουσία. Είναι πολύ υποτιμητικό η δικαστική εξουσία ενός ανεξάρτητου κράτους μέλους της ευρωπαϊκής ένωση στο εθνικό δίκαιο της και σύνταγμα να τελεί υπό τη κηδεμονία τριών ξένων δικαστών. Στην πραγματικότητα όπως προκύπτει μέσα από το έγγραφο Ντάουνερ και διαπιστωμένων συγκλήσεων παρόλο ότι στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία δεν έχουμε αριθμητική ισότητα στην εκπροσώπηση, στην πράξη έχουμε αριθμητική ισότητα ψήφων. Οι δε πρόνοιες για επίλυση των αδιεξόδων καθιστούν την διακυβέρνηση του τόπου σε διακυβέρνηση μέσα από διαδικασίες επίλυσης διαφορών. Το σύστημα είναι αυτονόητο ότι θα καταρρεύσει χωρίς άλλο. Πρόκειται στη πράξη για σύστημα συγκυβέρνησης και διαμοιρασμού εξουσιών σε ίση βάση με ατελείωτα αδιέξοδα στη λήψη αποφάσεων. Τέτοιο κράτος δεν έχει πιθανότητα να προοδεύσει. Θα ισχύει αυτό που ίσχυε σε μικρότερο βαθμό για τις συμφωνίες Ζυρίχης που διαπίστωσε ο Sir Hugh Foot ότι δηλαδή η αποικιοκρατία αντικατεστάθη από συμφωνοκρατία ή όπως το έθεσε ο κ. Holland στη γνωστή μελέτη του για την αποικιοκρατία δεν πρόκειται δια ανεξαρτησία ή περί ανεξάρτητου κράτους αλλά περί ανυπαρξίας κράτους.

 

Στο περιουσιακό η προσπάθεια η οποία γίνεται είναι να επιτευχθεί ουσιαστικά η αρχή της διζωνικότητας σύμφωνα με την οποία οι τουρκοκύπριοι θα εξασφαλίσουν την πλειοψηφία περιουσίας στο δικό τους όπως ονομάζουν στο έγγραφο Ντάουνερ «Συνιστών Κράτος». Δηλαδή θα υπάρξει πλήρης ανατροπή των περιουσιακών δεδομένων. Φαίνεται ότι η δική μας πλευρά έχει αποδεχθεί την αρχή ότι με τη διευθέτηση η πλειοψηφία ιδιοκτησίας της κάθε κοινότητας στην αντίστοιχη μονάδα θα παραμείνει ή περιέλθει στα χέρια της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας αντίστοιχα. Η δική μας πλευρά έθεσε όρο ότι τούτο θα ισχύει νοουμένου ότι θα γίνει δεκτή η εισήγηση της εδαφικής αναπροσαρμογής για να επιστρέψουν περίπου 100.000 εκτοπισθέντες με βάση τους αριθμούς του 1974 στις υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση περιοχές και με την προϋπόθεση ότι ο περιορισμός αυτός δεν θα είναι στο διηνεκές. Όμως αποδοχή της αρχής της διζωνικότητας έχει καταστροφικές συνέπειες καθ’ ότι ανοίγει τον δρόμο για μονιμοποίηση της πληθυσμιακής και περιουσιακής πλειοψηφίας στα κατεχόμενα εδάφη.

 

Σε πολλά άλλα σημεία που αφορούν την διακυβέρνηση του τόπου μπαίνουν πρόνοιες οι οποίες ουσιαστικά οδηγούν προς το συμπέρασμα ότι είμαστε πολύ κοντά σε συνομοσπονδιακό καθεστώς. Παραδείγματος χάριν οι διεθνείς συμβάσεις από τις οποίες δεσμεύεται η κυπριακή δημοκρατία εξισώνονται ουσιαστικά με τις διεθνείς συμβάσεις του ψευδοκράτους και τελούν υπό την αίρεση απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου περί της συμβατότητας τους με τους όρους της διευθέτησης. Υποβαθμίζεται στην ιεράρχηση των κανόνων η Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και κεκτημένο και διεθνείς συμβάσεις και υπεράνω φαίνεται θα είναι η συμφωνία και οι όροι της διευθέτησης μέσα από το νέο Σύνταγμα. Δίδονται εξουσίες συνομολόγησης διεθνών συνθηκών με οργανισμούς και για ορισμένα θέματα όπως εκπαιδευτικά και εμπορικά στις ομόσπονδες μονάδες. Στις εξουσίες και αρμοδιότητες της ομόσπονδης κυβέρνησης δίδεται εξαντλητικός κατάλογος αρμοδιοτήτων και το ούτω καλούμενο κατάλοιπο παραμένει στις ομόσπονδες μονάδες. Πολλά θέματα παραπέμπονται ιδιαίτερα για επίτευξη εναρμόνισης του δικαίου στις δύο ομόσπονδες μονάδες σε συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ της ομόσπονδης κυβέρνησης και των ομόσπονδων μονάδων. Το ίδιο για θέματα εξωτερικής πολιτικής. Διακυβέρνηση μέσα από συμφωνίες συνεργασίας συνεπάγεται ουσιαστικά αναγνώριση της συνομοσπονδιακής υφής του όλου εγχειρήματος. Προφανώς επήλθε κοινή συνεννόηση ότι η Ομόσπονδη Δημοκρατία της Κύπρου θα έχει μία κυριαρχία αδιαίρετη η οποία όμως αναφύεται εξίσου από τους ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους οι οποίοι εντός των ορίων του συντάγματος ασκούν αποκλειστικά και ανεξάρτητα όλες τις εξουσίες οι οποίες δεν αποδίδονται από το Σύνταγμα στην ομόσπονδη διακυβέρνηση!!! Σε περίπτωση κατάρρευσης ανοίγει ο δρόμος αναγνώρισης της Τουρκοκυπριακής «Ομόσπονδης Μονάδος».

 

Δρ. Χρίστος Κληρίδης