ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΘΩΩΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ
ΤΗΣ 19 ΜΑΡΤΙΟΥ 2009 ΑΡ. ΥΠΌΘΕΣΗΣ 17179/06
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ κ.α.
ΤΗΣ 19 ΜΑΡΤΙΟΥ 2009 ΑΡ. ΥΠΌΘΕΣΗΣ 17179/06
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ κ.α.
έχω να παρατηρήσω τα εξής:
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΈΦΕΣΗΣ
- Εφόσον ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί την απόφαση λανθασμένη του παρέχεται η εξουσία εντός 14 ημερών από την απόφαση να καταχωρήσει έφεση δυνάμει του άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Το δικαίωμα αυτό δόθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα με τροποποίηση της Νομοθεσίας το 1998. Να υπενθυμίσω ότι σε παλαιότερη αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου Λεμεσού ο τότε Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας κ. Λ. Λουκαϊδης προ της τροποποίησης της Νομοθεσίας, στο πλαίσιο της πολύκροτης υπόθεσης Λεμεσού για κακοποίηση κρατουμένου, επιχείρησε ανατροπή της απόφασης με αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο για Certiorari. Δεν πέτυχε. Όμως τώρα υπάρχει το δικαίωμα Εφεσης.
- Όμως το Δικαίωμα αυτό είναι περιορισμένης εμβέλειας. Περιορίζεται σε θέματα που αφορούν την δεχτότητα ή μη μαρτυρίας και σε λανθασμένη εφαρμογή του Νόμου ή σε διαδικαστικά θέματα. Το Εφετείο δεν θα κρίνει την αξιοπιστία της μαρτυρίας. Ούτε πιθανόν κατά πόσο λανθασμένα το Δικαστήριο απέδωσε σημασία σε «φαρμακερό» (virulent) τύπο. Η Έφεση κατά αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου είναι περιορισμένη και το αποτέλεσμα δύσκολα ανατρέπεται.
Η υπόθεση αυτή και η απόφαση του Κακουργιοδικείου φέρνει στο προσκήνιο κατά τη γνώμη μου δύο επίκαιρα θέματα.
- Την αναγκαιότητα διαφύλαξης του Κράτους Δικαίου.
- Την αναγκαιότητα αναθεώρησης της υπάρχουσας διαδικασίας για διερεύνηση καταγγελιών κατά της Αστυνομίας.
Η ανοικτή σύγκρουση μεταξύ Γενικού Εισαγγελέα και της Δικαιοσύνης ή του Δικαστηρίου δεν βοηθά στην εμπέδωση του Κράτους Δικαίου. Κανείς δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα άσκησης κριτικής κατά αποφάσεων της Δικαιοσύνης. Στην πραγματικότητα στην Κύπρο δυστυχώς δεν είχαμε υψηλό επίπεδο κριτικής στον τομέα αυτό πάντοτε. Για δύο λόγους:
- Η Δικαιοσύνη εθεωρείτο σαν «Ιερή Αγελάδα»
- Δεν είχαμε ακαδημαϊκούς/πανεπιστημιακούς, Νομικές Σχολές που σίγουρα θα μπορούσαν να ασκήσουν κριτική υψηλού επιπέδου.
2.Διερεύνηση καταγγελιών.
Το σύστημα νοσεί. Ούτε οι Ποινικοί Ανακριτές ούτε η Επιτροπή Παραπόνων, ούτε ο Θεσμός της Επιτρόπου Διοίκησης έχουν επιλύσει το πρόβλημα. Πρέπει επιτέλους κατά τη γνώμη μου να εισαχθεί ο θεσμός της Εισαγγελικής Αστυνομίας δηλαδή Αστυνομίας η οποία να τελεί κάτω από τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα και μόνον. Οπου υπάρχει καταγγελία κατά μέλους της Αστυνομικής Δύναμης αυτή πρέπει να εξετάζεται από την Εισαγγελία Αστυνομίας κάτω από τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα. Θα δύναται να ενεργεί και αυτεπάγγελτα ο Γενικός Εισαγγελέας. Η πείρα έδειξε ότι η καθυστέρηση διερεύνησης καταγγελιών και ή η ανάθεση του έργου σε ad hoc ποινικούς ανακριτές είναι προβληματική.
Η δημιουργία Ειδικού Σώματος υπό την εποπτεία του Γενικού Εισαγγελέα θα συντείνει στην αποτελεσματική διερεύνηση καταγγελιών και ορθότερη παρουσίαση υποθέσεων αυτού του είδους στα Δικαστήρια.
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
Ανεξάρτητα με το αποτέλεσμα της δικαστικής διαδικασίας στην υπόθεση αυτή η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να απολογηθεί και να αποζημιώσει αν πιστεύει ότι υπήρξε θέμα κακοποίησης που εξάλλου διαπιστώνει και το Δικαστήριο αλλά υπάρχει αδυναμία αναγνώριση των ενόχων κατά τρόπο αποδεκτό στο Δικαστήριο.
Αν δεν το πράξει αυτόβουλα θα υποχρεωθεί να το πράξει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να γίνει ειδικό Ταμείο με κανονισμούς για αποζημιώσεις. Επίσης ο Αρχηγός της Αστυνομίας οφείλει ένα συγνώμη στην Κοινή Γνώμη και πάλιν ανεξαρτήτως αποτελέσματος.
Αλλά οφείλει να λάβει και όλα τα απαραίτητα διοικητικά μέτρα προς αποφυγή παρόμοιων συμβάντων προς αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στην Αστυνομική Δύναμη.
Δρ. Χριστος Κληρίδης
Αναπληρωτής Καθηγητής Ευρωπαϊκου Δικαίου
Ευρωπαϊκο Πανεπιστήμιο Κύπρου