Οι πολίτες στην Κυπριακή Δημοκρατία έχουν το συνταγματικό δικαίωμα να θεωρούνται ίσοι ενώπιον του νόμου (Άρθρο 28), να μπορούν να απευθυνθούν σε Δικαστήριο (Άρθρο 30) για τα ανθρώπινα δικαιώματα τους και να έχουν τον δικηγόρο της επιλογής τους (Άρθρο 12 (5) (γ) και Άρθρο 30 (3) (δ)) είτε για την υπεράσπιση τους σε ποινική υπόθεση, είτε για την προώθηση των δικαιωμάτων τους σε πολιτική διαδικασία. Τα πιο πάνω Άρθρα του Συντάγματος ουσιαστικά καθρεπτίζουν παρόμοια άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η οποία σύμβαση δεσμεύει την Κυπριακή Δημοκρατία στη τήρηση και προστασία αυτών των δικαιωμάτων προς όλων των ατόμων που βρίσκονται εντός της Δημοκρατίας.
Ο ειδικός νόμος που αφορά το θέμα νομικής αρωγής στην Κυπριακή Δημοκρατία σήμερα είναι ο περί Νομικής Αρωγής Νομός του 2002 (Ν.165(Ι)/2002) με τους περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Αρ.1) του 2003 (3/2003) και τις σχετικές τροποποιήσεις. Όπως φαίνεται από τον αμέσως πιο πάνω νόμο, οι κατηγορίες που επιτρέπουν σε ένα άτομο να ζητήσει νομική αρωγή από το κράτος για το λόγο ότι ο ίδιος δεν έχει την οικονομική ευχέρεια να εξασκήσει το δικαίωμα του να έχει δικηγόρο της επιλογής του, είναι: 1) σε ποινικές διαδικασίες, 2) σε διαδικασίες παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων (πολιτικές ή ποινικές σε όλα τα στάδια) 3) σε υποθέσεις ενώπιον Οικογενειακού Δικαστηρίου, 4) σε διασυνοριακές διαφορές, και 5) σε αιτητές διεθνούς προστασίας.
Η πραγματικότητα είναι ότι στα Ποινικά Δικαστήρια της Κύπρου, δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα στη διαδικασία. Πρόβλημα επικρατεί στον διορισμό δικηγόρου σε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες που αναφέρονται πιο πάνω (2-5). Συγκεκριμένα αλλοδαποί δεν μεταφέρονται στο Δικαστήριο από την αστυνομία για να καταχωρίσουν αίτημα νομικής αρωγής εντός του χρονικού πλαισίου που διαρκεί η διαδικασία τους, σε πολιτική αγωγή που αφορά ανθρώπινα δικαιώματα το Δικαστήριο και οι δικηγόροι της Δημοκρατίας υποβάλουν ένσταση ακόμα και αν η έκθεση του γραφείου ευημερίας συμφωνεί με την έγκριση της νομικής αρωγής και στο οικογενειακό δικαστήριο εξαιρετικά σπάνια εγκρίνεται η νομική αρωγή και όταν αυτή εγκρίνεται δεν εγκρίνεται για ολόκληρο το ποσό. Έχω προσωπικά ζήσει όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις που αναφέρονται και καθημερινά ακούω όλο και περισσότερα παράπονα από πολίτες και συνάδελφους δικηγόρους που αντιμετωπίζουν τα ίδια ακριβώς θέματα.
Το όλο σύστημα της νομικής αρωγής για όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις πρέπει επειγόντως να αναθεωρηθεί και στο λιγότερο να μηχανογραφηθεί. Στο παρόν στάδιο η λίστα με τους δικηγόρους που έχουν δηλωθεί ως άτομα που μπορούν να διοριστούν με νομική αρωγή εκτυπώνεται και βρίσκεται σε διάφορους αστυνομικούς σταθμούς και δικαστήρια χωρίς να γνωρίζει κάποιος αν αυτή η λίστα είναι επικαιροποιημένη και χωρίς να υπάρχει κάποια διαδικασία που να προστατεύει τον ίσο καταμερισμό των υποθέσεων. Περαιτέρω νομική αρωγή θα πρέπει να δίδεται σε όλα τα στάδια μιας διαδικασίας και όχι μόνο για διαδικασίες «ενώπιον Δικαστηρίου». Νομική αρωγή επιβάλλεται να υπάρχει και στο στάδιο συνάντησης και συμβουλής ενός πολίτη, στο στάδιο επίσκεψης του στις φυλακές ή στα κρατητήρια και με αναθεωρημένα ποσά τα οποία να συνάδουν με το έτος που ζούμε, 2021.
Συγκριτικά σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, τα αποτελέσματα φαίνονται στην έκθεση European Judicial Systems CEPEJE valuation Report 2020 Evaluation Cycle (2018 data), όπου η Κύπρος φαίνεται να έχει τις πιο λίγες κατηγορίες για νομική αρωγή και να διαθέτει τα πιο λίγα για νομική αρωγή σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες. Ουσιαστική διαφορά που προκαλεί εντύπωση είναι το γεγονός ότι σε άλλες χώρες δίνεται νομική αρωγή ακόμα και για έξοδα εμπειρογνώμονα.
Συνεπώς με απλά λόγια, νομική αρωγή μπορεί και θα πρέπει να εγκριθεί όταν έχουν παραβιαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα πολίτη και διεκδικεί αποζημιώσεις από τη Δημοκρατία, όταν αντιμετωπίζει ποινική υπόθεση, ή υπόθεση ενώπιον οικογενειακό Δικαστηρίου ή ο ίδιος είναι αλλοδαπός και αντιμετωπίζει διαδικασίες αναφορικά με την ασυλία ή απέλαση του.