Athanasios Sophocleous & Others v. 1. Secretary of State for the Foreign and Commonwealth Office 2. SecretaryofStateforDefence[2018] EWHC 19(QB)
Απόφαση ημερομηνίας 12/01/2018
Στην υπόθεση αυτή, οι 34 ενάγοντες, κάτοικοι Κύπρου κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήγειραν αγωγή για τη διάπραξη επιθέσεων, βιασμού καθώς και άλλων βιαιοπραγιών που διενεργήθηκαν εναντίον τους κατά τη διάρκεια της περιόδου 1956-1958 στην Κύπρο από αντιπροσώπους της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου και της τότε Αποικιακής Κυβέρνησης στην Κύπρο.
Στην απόφασή του, το Δικαστήριο κλήθηκε να απαντήσει το εξής προδικαστικό ερώτημα: «ως ζήτημα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ποιος/ποιοι νόμος/νόμοι εφαρμόζεται/ εφαρμόζονται για σκοπούς παραγραφής;»
Για να απαντήσει στο πιο πάνω ερώτημα, το Δικαστήριο, εξέτασε αρχικά το ερώτημα πού ηγέρθη κατ’ ουσία η βάση της αγωγής. Εάν η βάση της αγωγής προέκυψε στην Αγγλία, τότε το εφαρμοζόμενο δίκαιο είναι το Αγγλικό και μόνον. Στην περίπτωση που αυτή κριθεί ότι ηγέρθη στην Κύπρο, τότε βρίσκει εφαρμογή ο κανόνας του «double actionability», σύμφωνα με τον οποίο όπου μια αδικοπραξία διαπράττεται εκτός του εδάφους της Αγγλίας, το αδίκημα είναι αγώγιμο στην Αγγλία εάν και εφόσον το αδίκημα θα ήταν αγώγιμο εάν διαπραττόταν στην Αγγλία καθώς και εάν είναι επίσης αγώγιμο στη χώρα όπου αυτό διεπράχθη. Ο πιο πάνω κανόνας υπόκειται δε σε «ευέλικτη» εξαίρεση, ως αυτή εκφράστηκε από τον Lord Wilberforce στην υπόθεση Boys v. Chaplin, ήτοι ο γενικός αυτός κανόνας δύναται να μην τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις όπου καταδεικνύονται σαφείς και ικανοποιητικοί λόγοι που να δικαιολογούν τη μη εφαρμογή του. Σε αυτές τις περιπτώσεις και μόνο, το Δικαστήριο δύναται να εφαρμόσει το νόμο της χώρας η οποία έχει την πιο σημαντική σύνδεση με το συμβάν και τους διαδίκους. Η εφαρμογή της πιο πάνω εξαίρεσης συνεπάγεται ότι στις πλείστες των περιπτώσεων βρίσκει εφαρμογή ο νόμος της χώρας στην οποία εγείρεται η αγωγή, αντί ο νόμος της χώρας στην οποία διαπράχθηκε η αδικοπραξία.
Από πλευράς των εναγόντων, επιχειρηματολογήθηκε ότι η Αγγλία είναι η χώρα με την οποία οι αδικοπραξίες έχουν την πιο στενή σύνδεση και συνεπώς, κατ΄ ουσία αυτές διεπράχθησαν στην Αγγλία στη βάση των ισχυριζόμενων γεγονότων. Από την άλλη πλευρά, οι εναγόμενοι υποστήριξαν ότι οι αδικοπραξίες είναι περισσότερο συνδεδεμένες με την Κύπρο και συνεπώς διεπράχθησαν, κατ’ ουσία, στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το Δικαστήριο, κατόπιν εκτενούς αναφοράς και ανάλυσης των Αγγλικών αυθεντιών, κατέληξε ότι οι ισχυριζόμενες αδικοπραξίες διεπράχθησαν στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, αρχικά συμπέρανε ότι η βάση της αγωγής εν σχέσει με την εκ προστήσεως ευθύνη των εναγομένων προκύπτει στην Κύπρο. Ακολούθως, εξέτασε την αλληλέγυα ευθύνη των εναγομένων με την Αποικιακή κυβέρνηση και πάλιν κατέληξε ότι η βάση της αγωγής προκύπτει στην Κύπρο. Τέλος, έκρινε ότι η βάση της αγωγής για το αδίκημα της αμέλειας στη βάση των ισχυρισμών που προβάλλουν οι ενάγοντες επίσης ηγέρθη στην Κύπρο.
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ
Αφού απεφάνθη ως άνω, το Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο οι ενάγοντες δύνανται να επικαλεστούν την εξαίρεση στον κανόνα του double actionability. Κατόπιν εκτενούς ανάλυσης των θέσεων των δύο πλευρών καθώς και σχετικών επί του θέματος αυθεντιών, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η αναγνωρισμένη εξαίρεση στον κανόνα τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα και συνεπώς το δίκαιο που διέπει τη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι το Κυπριακό, αλλά το Αγγλικό.
Οι λόγοι επί τους οποίους στηρίζει την κατάληξή του αυτή είναι οι εξής:
Πρώτον, οι εναγόμενοι δεν παραδέχτηκαν ότι οι αξιώσεις των εναγόντων είναι αγώγιμες εναντίον τους στη βάση του Κυπριακού δικαίου. Δεύτερον, θα ήταν άδικο να κριθούν οι πράξεις της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου σύμφωνα με το Αποικιακό δίκαιο, ως ίσχυε και εφαρμόστηκε στην Κύπρο προ-Ανεξαρτησίας καθ’ ότι οι νόμοι αυτοί θεσπίστηκαν υπό την ίδια την Αγγλική κυβέρνηση. Η εν λόγω αδικία συνίσταται δε στο ότι δύναται, στα πλαίσια των νόμων που οι ίδιοι θέσπισαν, να παρείχαν στους εαυτούς τους προστασία από οιεσδήποτε αξιώσεις δύναντο να εγερθούν εναντίον τους. Τρίτον, αν και κρίθηκε ότι στη βάση των ισχυριζόμενων γεγονότων, οι αδικοπραξίες διαπράχθηκαν στην Κύπρο, εντούτοις, η σύνδεση με την Αγγλία είναι αρκετά στενή, ενόψει του ότι αρκετές σημαντικές αποφάσεις και οδηγίες στα πλαίσια της Αποικιακής διακυβέρνησης στην Κύπρο πήγαζαν από την ίδια την Αγγλική κυβέρνηση. Τέταρτον, στα πλαίσια των κατ’ ισχυρισμόν αδικοπραξιών προβάλλεται και η ευθύνη του κράτους για άσκηση βίας σκοπίμως στους πολίτες. Πέμπτον, ενόψει του ότι η Κύπρος αποτελεί πλέον ανεξάρτητο κράτος, οι οποιεσδήποτε σύγχρονες εξελίξεις στο Κυπριακό δίκαιο των αστικών αδικημάτων δεν έχουν ουσιαστική σημασία εν σχέσει με τις αξιώσεις της παρούσας διαδικασίας. Τέλος, το σύγχρονο και οικείο (για το εκδικάζον Δικαστήριο) Αγγλικό δίκαιο των αδικοπραξιών είναι επαρκώς επανδρωμένο για να απαντήσει στα δύσκολα ζητήματα που αναδύονται καταά εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης. Κατά την απόφαση του Δικαστηρίου, εάν η Βρετανική κυβέρνηση προέβη σε βιαιοπραγίες εις βάρος των πολιτών της, τότε θα πρέπει να είναι υπόλογη στα δικά της δικαστήρια και τους δικούς της νόμους και δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αποποιηθεί των ευθυνών της μέσω της εφαρμογής αποικιακών νομοθεσιών τις οποίες η ίδια θέσπισε.
Καταληκτικά, στην απόφασή του το Δικαστήριο αν και έκρινε ότι οι ισχυριζόμενες αδικοπραξίες διεπράχθησαν στην Κύπρο στη βάση των ισχυριζόμενων γεγονότων ως αυτά προβλήθηκαν από τους ενάγοντες, εφήρμοσε την εξαίρεση στην υπόθεση Boys v. Chaplin, κρίνοντας ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί το Αγγλικό δίκαιο, και όχι το Κυπριακό. Συνεπώς, το εφαρμοζόμενο δίκαιο εν σχέσει με την παραγραφή των εν λόγω αδικημάτων είναι επίσης το Αγγλικό δίκαιο.
Άντρεα Νικολάου
Δικηγόρος
15.1.2018
Name | Size | Type | Download | |
case no HQ15X01164.pdf | 14.86 Mb |