Case Law

ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΕΝΩΠΙΟΝ ΕΔΑΔ

Jan. 29, 2018

Case of Nicholas v. Cyprus, Αίτηση Αρ. 63246/10

Απόφαση ημερ. 09/01/2018

 

Σε αυτή την υπόθεση, ο προσφεύγων, Χαράλαμπος Νίκολας, διαμαρτυρήθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο που είχε εκδικάσει την Έφεσή του σχετικά με την απόλυσή του από την Cyprus Airways, δεν ήταν αμερόληπτο, κατά παράβαση του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που αφορά στο δικαίωμα της δίκαιης δίκης. Το 1998, ο προσφεύγων ξεκίνησε διαδικασίες για παράνομη απόλυση και δυσφήμηση εναντίον της ως άνω αεροπορικής εταιρείας. Η αγωγή του απερρίφθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο το 2006, όπως και η Έφεσή του το 2010 από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ο προσφεύγων ενώπιον του ΕΔΑΔ υποστήριξε συγκεκριμένα ότι, μετά το πέρας των διαδικασιών ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ανακάλυψε ότι ο υιός ενός εκ των δικαστών που αποφάσισαν στην υπόθεσή του στο Ανώτατο Δικαστήριο είχε παντρευτεί την κόρη του διευθύνοντος εταίρου της δικηγορικής εταιρείας που εκπροσωπούσε την εφεσίβλητη αεροπορική εταιρεία και ότι το ζευγάρι είχε εργαστεί στη δικηγορική αυτή εταιρεία.

Παραθέτοντας τις γενικές αρχές που διέπουν το ζήτημα επί της ουσίας του, το ΕΔΑΔ σημείωσε ότι η έννοια της αμεροληψίας υποδηλοί την έλλειψη προδιάθεσης ή προκατάληψης. Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, η ύπαρξη ή μη αμεροληψίας, για σκοπούς εφαρμογής του Άρθρου 6.1 της ΕΣΔΑ, καθορίζεται σύμφωνα με υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια. Στην πρώτη περίπτωση, το Δικαστήριο θα λάβει υπόψη κατά πόσο στην υπό εξέταση περίπτωση, ο δικαστής επέδειξε οποιασδήποτε μορφής προσωπική προκατάληψη. Επί τούτου, εφαρμόζεται η καθιερωμένη αρχή ότι ένα Δικαστήριο τεκμαίρεται ότι είναι αμερόληπτο, εκτός εάν αποδειχθεί το αντίθετο, π.χ. όπου μπορεί να εξακριβωθεί ότι επέδειξε εχθρικότητα δια προσωπικούς του λόγους. Όσον αφορά στα αντικειμενικά κριτήρια, αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο, πέραν από τη συμπεριφορά του Δικαστή, συντρέχουν βάσιμοι λόγοι που να δημιουργούν αντικειμενικές αμφιβολίες ως προς την έλλειψη αμεροληψίας του. Σε αυτές τις περιπτώσεις, θα πρέπει να κριθεί κατά πόσο η σχέση του δικαστή και του μέρους που συμμετέχει στη διαδικασία, αναλόγως της περίπτωσης, είναι τέτοιας φύσης και τέτοιου βαθμού ώστε να δεικνύει μεροληψία εκ μέρους του εκδικάζοντος δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να παρέχονται τα απαραίτητα εχέγγυα, κυρίως μέσω της θέσπισης σχετικών εθνικών νομοθεσιών, για να αποκλείεται οιαδήποτε εύλογη αμφιβολία ως προς την αμεροληψία ενός Δικαστηρίου.

Αναφορικά με τα γεγονότα της περίπτωσης του προσφεύγοντα, το ΕΔΑΔ εξέτασε πρώτα το ζήτημα που ηγέρθη αναφορικά με τη σχέση του ενός εκ των τριών Δικαστών με το δικηγόρο που εκπροσωπούσε την εταιρεία στην Έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίοι ήταν συμπέθεροι (“in-laws”). Επ’ αυτού, το Δικαστήριο έκρινε ότι η συγγενική σχέση που είχαν αποκτήσει οι δύο τελευταίοι μέσω του γάμου των παιδιών τους, μπορούσε επαρκώς να δικαιολογήσει τις ανησυχίες του προσφεύγοντα για μεροληπτική συμπεριφορά εκ μέρους του Δικαστή. Σημείωσε δε ότι, βάσει των σχετικών Κυπριακών προνοιών ως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι Δικαστές δύναντο να αιτηθούν όπως αυτοεξαιρεθούν από μια υπόθεση δια προσωπικούς λόγους. Μάλιστα, ο κυπριακός Κώδικας Δικαστικής Πρακτικής τροποποιήθηκε μετέπειτα (με απόφαση ημερ. 04/10/2011) καθορίζοντας ότι μια τέτοιου είδους σχέση (συμπεθέρων) συνιστά πλέον από μόνη της λόγο για να εξαιρεθεί ένας δικαστής από μια υπόθεση. Προηγουμένως, οι εν λόγω πρόνοιες περιορίζονταν σε περιπτώσεις στενής συγγένειας (π.χ. γονείς, σύζυγοι, τέκνα).

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο η εξ’ αίματος σχέση του εκδικάζοντος Δικαστή με υπάλληλο της δικηγορικής εταιρείας η οποία εκπροσωπεί κάποιο διάδικο στη διαδικασία ενώπιόν του, ήτοι η σχέση πατέρα-υιού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο για εξαίρεση του εν λόγω Δικαστή από την υπόθεση. Το ΕΔΑΔ σημείωσε ότι, αν και σε αυτές τις περιπτώσεις οι κυπριακές πρόνοιες δεν επιβάλλουν την αυτόματη εξαίρεση του Δικαστή, εντούτοις είναι δυνατόν να δημιουργηθούν ενδοιασμοί ως προς την αμεροληψία που οφείλει να διέπει το Δικαστήριο. Κατά πόσον οι ενδοιασμοί αυτοί είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένοι, εξαρτάται από τα περιστατικά της υπόθεσης καθώς και από πληθώρα παραγόντων, όπως μεταξύ άλλων  κατά πόσον ο συγγενής του Δικαστή – υπάλληλος της εταιρείας είχε συμμετοχή στην υπόθεση, τη θέση του τελευταίου στη δικηγορική εταιρεία, το μέγεθος της δικηγορικής εταιρείας καθώς και την εσωτερική δομή και οργάνωσή της, την οικονομική σημασία της υπόθεσης για την εν λόγω εταιρεία και οποιοδήποτε πιθανό οικονομικό συμφέρον ή και άλλο όφελος δυνατόν να αποκόμιζε ο υπάλληλος από την υπόθεση.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η θέσπιση υπερβολικά αυστηρών κανόνων θα είχε ως συνεπακόλουθο την παρακώλυση της απονομής της δικαιοσύνης σε μικρά κράτη σαν την Κύπρο, όπου περιπτώσεις σαν την επίδικη θα μπορούσαν να είναι συχνά φαινόμενα. Εντούτοις, νοουμένου ότι εφόσον σε περιπτώσεις ισχυριζόμενης μεροληψίας εκ μέρους δικαστών διακυβεύεται η εμπιστοσύνη που οφείλουν να εμπνέουν τα δικαστήρια στο κοινό σε μια δημοκρατική κοινωνία, θα ήταν θεμιτό όπως τέτοιου είδους περιστατικά  αποκαλύπτονται πριν την έναρξη των δικαστικών διαδικασιών και αξιολογούνται, αξιολογώντας τους παράγοντες που αναφέρονται ανωτέρω, προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσο η περίπτωση επιτάσσει την εξαίρεση του δικαστή.

Καμία τέτοια αποκάλυψη έλαβε χώρα στην περίπτωση του προσφεύγοντα, ο οποίος ανακάλυψε τη σχέση μεταξύ των μερών αφότου ολοκληρώθηκε η διαδικασία της Έφεσης. Ο ίδιος δεν γνώριζε κατά πόσο το ζευγάρι είχε αναμειχθεί στην υπόθεση ή κατά πόσο είχε οιοδήποτε οικονομικό ή άλλο όφελος ως προς την έκβαση της έφεσης. Συνεπώς, επί τούτου το ΕΔΑΔ έκρινε ότι οι ενδοιασμοί του προσφεύγοντα ως προς την αμεροληψία του Δικαστή ήταν επίσης αντικειμενικώς δικαιολογημένοι καθώς και ότι το Κυπριακό δίκαιο και πρακτική δεν παρείχαν επαρκή εχέγγυα ως προς τη διαδικασία που πρέπει να τηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις.

Στη βάση όλων των ανωτέρω, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απεφάνθη ότι οι διαδικασίες της Έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν ήταν αμερόληπτες και καταδίκασε την Κυπριακή Δημοκρατία για παραβίαση του Άρθρου 6.1 της ΕΣΔΑ. Ο προσφεύγων δεν είχε αξιώσει ποσό δίκαιης ικανοποίησης.

 

Άντρεα Νικολάου

Δικηγόρος

17.1.2018

Name Size Type Download
63246_10.pdf 586.96 Kb .pdf Download