Υπάρχει κατά τη γνώμη μου νομικό κενό σε ότι αφορά την διαδικασία πλήρωσης βουλευτικής έδρας της Λεμεσού σαν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η εκλεγείσα εις τη Λεμεσό Ελένη Θεοχάρους δεν ορκίστηκε και δεν ανέλαβε την έδρα αυτή μετά την εκλογή της. Η περίπτωση αυτή διαφοροποιείται από την περίπτωση όπου βουλευτική έδρα θεωρείται κενωθείσα. Δηλαδή όπου κατέχεται νομίμως μετά την ανακήρυξη της από βουλευτή ο οποίος εν συνεχεία είτε παραιτείται βλέπε π.χ. του Φοίβου Κληρίδη πρώην Βουλευτή ΑΚΕΛ Νέων Δυνάμεων είτε κενούται π.χ. λόγω θανάτου βουλευτού.
Σε μια τέτοια περίπτωση τόσο το Σύνταγμα όπως τροποποιήθηκε με την Τρίτη τροποποίηση 1996 όσο και η σχετική επί του θέματος νομοθεσία στην οποία παραπέμπει η τρίτη τροποποίηση του Συντάγματος προνοούν ότι η κενωθείσα βουλευτική έδρα αναπληρούται δια του επιλαχόντος βουλευτή του ιδίου κόμματος. Η ενεργοποίηση των προνοιών του Συντάγματος όπως τροποποιήθηκε αφορά κενωθείσα βουλευτική έδρα. Δηλαδή την περίπτωση όπου κατέχεται η έδρα νομίμως από βουλευτή αλλά εν συνεχεία κενούται λόγω παραίτησης παραδείγματος χάριν ή θανάτου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως προφανώς δεν ενεργοποιούνται οι πρόνοιες ούτε του Συντάγματος ούτε της νομοθεσίας γιατί δεν φτάσαμε στο στάδιο όπου βουλευτής ανέλαβε την έδρα νομότυπα και στη συνέχεια η έδρα αυτή για κάποιο λόγο έχει κενωθεί. Αντιμετωπίζουμε μία διαφορετική περίπτωση όπου ουδέποτε πληρώθηκε η βουλευτική έδρα για τους γνωστούς λόγους.
Επιχειρήθηκε νομοθετική ρύθμιση για να καλύψει το θέμα η οποία κρίθηκε αντισυνταγματική. Υπό τας περιστάσεις ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να επιλυθεί το νομικό κενό το οποίο έχει δημιουργηθεί είναι με τη τροποποίηση του Συντάγματος. Να υπενθυμίσω ότι παλαιότερα το Σύνταγμα όπως ήτο πριν τη τρίτη τροποποίηση του Συντάγματος προνοούσε για αναπληρωματική εκλογή στη πράξη σε περίπτωση κενωθείσας έδρας.
Όταν ο Αλέκος Μαρκίδης εκλεγείς βουλευτής του Δημοκρατικού Συναγερμού ανέλαβε τη έδρα αλλά εν συνεχεία παραιτήθηκε για να αναλάβει καθήκοντα Γενικού Εισαγγελέα ετέθη θέμα κατά πόσον η νομοθεσία η οποία προνοούσε αναπλήρωση της έδρας από τον επιλαχόντα υποψήφιο του Δημοκρατικού Συναγερμού που ήταν τότε ο γνωστός δημοσιογράφος Χριστάκης Κατσαμπάς ήταν συνταγματική ή προσέκρουε στην τότε πρόνοια του Συντάγματος πριν την τροποποίηση του που προνοούσε για αναπληρωματική εκλογή στη πράξη. Στη περίπτωση εκείνη με εντολή του καλλιτέχνη και δημοσιογράφου Γιώργου Μαυρογένη προσέφυγα στο Εκλογοδικείο επιζητώντας την ακύρωση της πλήρωσης της θέσης από τον επιλαχών τότε Χριστάκη Κατσαμπά έγκριτο δημοσιογράφο του Φιλελευθέρου με το επιχείρημα ότι ο νόμος που προνοούσε για τη διαδικασία αναπλήρωσης στο πλαίσιο του αναλογικού συστήματος ήταν αντισυνταγματικός εφόσον το Σύνταγμα προνοούσε ρητά για αναπληρωματική εκλογή. Η Βουλή των αντιπροσώπων και ο κύριος Κατσαμπάς δια των δικηγόρων τους στο Εκλογοδικείο, που ήταν η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιχειρηματολόγησαν ότι στη βάση προηγούμενης απόφασης (Πέτα) που αφορούσε την αναπλήρωση της έδρας του ΑΚΕΛ Νέες Δυνάμεις μετά τη παραίτησή το αείμνηστου πατέρα μου Φοίβου Κληρίδη, κρίθηκε συνταγματική και ότι τούτο αποτελούσε δεσμευτικό προηγούμενο το οποίο όφειλε να ακολουθήσει το Εκλογοδικείο. Σε μία απόφαση σταθμό τότε το Εκλογοδικείο με πλειοψηφία απεφάσισε ότι η προηγούμενη απόφαση Πέτα ήταν λανθασμένη γιατί προσέκρουε έκδηλα στη ρητή τότε επιταγή του Συντάγματος που προνοούσε για αναπληρωματική εκλογή στη πράξη και συνεπώς ο νόμος που προνοούσε για αναπλήρωση χωρίς εκλογή στο πλαίσιο του αναλογικού συστήματος ήταν αντισυνταγματικός. Σαν αποτέλεσμα ακυρώθηκε η αναπληρωματική εκλογή χωρίς τη διεξαγωγή τέτοιας εκλογής του κυρίου Χριστάκη Κατσαμπά. Σαν αποτέλεσμα η Βουλή των Αντιπροσώπων για να αντιμετωπίσει το θέμα αυτό προέβη σε τροποποίηση του Συντάγματος που είναι η Τρίτη τροποποίηση του Συντάγματος σύμφωνα με την οποία όταν κενωθεί βουλευτική έδρα αυτή αναπληρούται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου. Συνεπώς, από τη στιγμή που το Σύνταγμα δεν προνοεί για το θέμα που προέκυψε τώρα αλλά ούτε και η σχετική νομοθεσία διότι όπως πιστεύω τόσο οι πρόνοιες της νομοθεσίας όσο και του Συντάγματος καλύπτουν μόνο περίπτωση κενωθείσας έδρας ο μόνος ενδεδειγμένος και σωστός τρόπος είναι η τροποποίηση του Συντάγματος. Οποιεσδήποτε άλλες θέσεις αναπτύχθηκαν όπως π.χ. ότι η τροποποίηση του Συντάγματος είναι αντισυνταγματική ή ότι θα πρέπει να διεξαχθεί αναπληρωματική εκλογή στη πράξη δεν είναι κατά τη γνώμη μου ορθές. Ενδεχόμενα να αντικατοπτρίζουν πολιτικές ή άλλες προσεγγίσεις οι οποίες κατά τη γνώμη μου δεν συνάδουν με τη πιο πάνω νομική ανάλυση του θέματος. Επίσης είναι ανεδαφικό να ισχυρίζεται κανείς ότι δεν μπορεί να τροποποιηθεί το σύνταγμα για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω. Ήδη έχει γίνει σχετική τροποποίηση για να συμπληρωθεί ένα κενό το οποίο δημιουργήθηκε.
Όσον αφορά τώρα το θέμα, που είναι άσχετο με τα πιο πάνω, βουλευτού ο οποίος κατέχει νόμιμα τη βουλευτική έδρα αλλά «μεταπηδά» σε άλλο κόμμα και κατά πόσον τούτο είναι νομικά απαράδεκτο και κατά πόσο σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει η έδρα που «ανήκει» στο Κόμμα να αναπληρωθεί με τον επιλαχόντα βουλευτή του κόμματος, να υπενθυμίσω ότι στη περίπτωση της Κατερίνας Παντελίδου τότε βουλευτίνας του Δημοκρατικού Κόμματος η οποία στη συνέχεια «μεταπήδησε» στον Δημοκρατικό Συναγερμό, προετάχθη το επιχείρημα αυτό από το Δημοκρατικό Κόμμα. Προσέφυγε στο Εκλογοδικείο ισχυριζόμενο ότι θα έπρεπε να πληρωθεί η κατ’ ισχυρισμό κενωθείσα θέση που «ανήκει» στο Δημοκρατικό Κόμμα από τον επιλαχόντα βουλευτή του Δημοκρατικού Κόμματος. Τότε χειρίστηκα εκ μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων αυτή τη φορά την υπόθεση στο Εκλογοδικείο το οποίο όμως απεφάσισε ότι όταν ένας βουλευτής αλλάξει κόμμα και μεταπηδήσει σε άλλο έδρανο της Βουλής δεν κενούται η έδρα για να ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες του Συντάγματος και του Νόμου περί εκλογής μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων. Ενόψει του ότι δεν υπάρχει κενωθείσα έδρα δεν τίθεται θέμα αναπλήρωσης της καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Συνεπώς κακώς συνδέεται κατά τη γνώμη μου το ένα θέμα με το άλλο και σίγουρα εκείνο το οποίο έχει ξεκαθαρίσει και στις δύο περιπτώσεις το Ανώτατο Δικαστήριο είναι ότι:
(α) όταν ένας βουλευτής παραιτηθεί από το κόμμα του και μεταπηδήσει σε άλλο κόμμα δεν υπάρχει κενωθείσα βουλευτική έδρα άρα δεν χρειάζεται να γίνει αναπληρωματική εκλογή και
(β) δεν μπορούμε να μιλούμε για κενωθείσα έδρα όταν η έδρα αυτή δεν προχώρησε τυπικά στη πλήρωσή της δηλαδή ο κερδήσας στις εκλογές δεν προχώρησε ουσιαστικά να αποδεχθεί την ανακήρυξή του και να λάβει τον όρκο σαν βουλευτή.
Υπό τας περιστάσεις η μόνη ορθή οδός νόμιμη και καθ’ όλα πρέπουσα είναι αυτή της τροποποίησης του Συντάγματος μακριά από τις οποιεσδήποτε πολιτικές σκοπιμότητες και ή τον οποιονδήποτε πολιτικό ρεβανσισμό.
Δρ. Χρίστος Κληρίδης
Πρόεδρος Τμήματος Νομικής
Πανεπιστημίου Frederick
Λευκωσία
17.5.2018