Το Ανώτατο Δικαστήριο, ασκώντας τις εξουσίες όπως προβλέπεται από το Άρθρο 163 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και σύμφωνα το Άρθρο 17 των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμοι του 1964 έως 1991 (Ν. 33/1964) εξέδωσε τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμοί (Τροποποιητικός) (Αρ.1) του 2017, οι οποίοι, πιο συγκεκριμένα, αφορούν τις Διαταγές 25 και 30 και δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα του κράτους στις 28 Ιουλίου 2017.[1]
Μετά τις τροποποιήσεις που έγινα στην Διαταγή 25, η άπαξ τροποποίηση κλητηρίου εντάλματος από πλευράς του ενάγοντος, χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου, δύναται να γίνει οποτεδήποτε μετά την καταχώρηση του και πριν την επίδοση του[2] αλλά και μετά την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και πριν από την έκδοση από τον ενάγοντα της Κλήσης για Οδηγίες σύμφωνα με την Διαταγή 30[3]. Όταν όμως, η έκδοση της κλήσης για οδηγίες καταχωρείται από διάδικο ταυτόχρονα με τη συμπλήρωση της δικογραφίας, τότε η άπαξ τροποποίηση χωρίς άδεια του Δικαστηρίου δύναται να γίνει εντός περαιτέρω περιόδου δεκαπέντε ημερών. Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες, όπως προνοούνται στην Διαταγή 30, καμία τροποποίηση κλητηρίου εντάλματος δεν επιτρέπεται χωρίς την προηγούμενη έγκριση του Δικαστηρίου εκτός από τις εξαιρέσεις που αφορούν περιπτώσεις όπως το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης. [4]
Όταν το κλητήριο ένταλμα τύχει τροποποίησης πριν την επίδοση του τότε καταχωρείται το τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα με την ανάλογη ένδειξη.[5] Στη περίπτωση όμως που το κλητήριο ένταλμα τύχει τροποποίησης μετά την επίδοση του και πριν την επίδοση της Κλήσης για Οδηγίες τότε καταχωρούνται τα τροποποιημένα δικόγραφα με την ανάλογη ένδειξη. Νοείται ότι όπου ο ενάγων καταχωρεί τροποποιημένο κλητήριο ή έκθεση απαίτησης, ο εναγόμενος καταχωρεί σε 15 ημέρες την τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης όπου ο εναγόμενος τροποποιεί το δικόγραφο του, ο ενάγων καταχωρεί σε δεκαπέντε (15) ημέρες την τροποποιημένη απάντηση του, όπου χρειάζεται.[6]
Το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο και με τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή άλλως πως το ίδιο κρίνει ως δίκαιο, να τροποποιήσει οποιοδήποτε ελάττωμα ή λάθος σε οποιαδήποτε διαδικασία. Οι τροποποιήσεις θα πρέπει να είναι αναγκαίες και να αποσκοπούν στον καθορισμό του πραγματικού ζητήματος ή επίδικου θέματος, το οποίο εγείρεται με ή εξαρτάται από τη διαδικασία.[7] Οποιαδήποτε γραφικά λάθη σε δικόγραφα, αποφάσεις ή διατάγματα, ή λάθη που προκύπτουν σ΄ αυτά από οποιοδήποτε τυχαίο σφάλμα ή παράλειψη, δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να διορθωθούν ανάλογα με τη φύση και έκταση του λάθους από το Δικαστήριο κατόπιν αίτησης, γραπτής ή προφορικής, χωρίς δικαίωμα έφεσης.[8]
Όταν οποιαδήποτε οπισθογράφηση ή οποιοδήποτε δικόγραφο τροποποιηθεί, μετά από άδεια του Δικαστηρίου πρέπει να σημειωθεί σ΄ αυτό η ημερομηνία του διατάγματος σύμφωνα με το οποίο τροποποιήθηκε και της ημέρας κατά την οποία έγινε η τροποποίηση αυτή.[9] Ακολούθως το τροποποιημένο έγγραφο πρέπει να παραδοθεί στον αντίδικο μαζί με επίσημο αντίγραφο του διατάγματος που παρέχει άδεια για τροποποίηση, εντός του χρόνου που επιτρέπεται για τροποποίηση.[10]
Οι διατάξεις της Διαταγής 25 τυγχάνουν εφαρμογής σε αγωγές που καταχωρήθηκαν από 1.1.2015 και αναστέλλονται αναφορικά και μόνο με αγωγές κλίμακας πέραν των €10.000 μέχρι 31.12.2015. Ο περιορισμός αυτός καταργείται από την 1.1.2016 όπου οι Διατάξεις της Διαταγής 25 θα τυγχάνουν, ασχέτως κλίμακας, καθολικής εφαρμογής. Νοείται ότι για αγωγές που καταχωρήθηκαν μέχρι και 31.12.2014 και αγωγές κλίμακας πέραν των €10.000 που καταχωρήθηκαν μέχρι 31.12.2015, οι πρόνοιες των υφιστάμενων[11] πριν την έναρξη ισχύος της νέας Διαταγής 25, θα εξακολουθούν να εφαρμόζονται μέχρι την αποπεράτωσή τους. Οι διατάξεις της Διαταγής 25 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και στις διαδικασίες ενώπιον των Δικαστηρίων Ειδικής Δικαιοδοσίας, ανεξαρτήτως του τρόπου έναρξης της διαδικασίας σ΄ αυτά και οι έννοιες του κλητηρίου εντάλματος και της αγωγής στη Διαταγής 25 θα διαβάζονται ανάλογα.[12]
Μετά τις τροποποιήσεις που έγινα στην Διαταγή 30, ο Ενάγοντας σε κάθε αγωγή υποχρεούται εντός ενενήντα (90) ημερών από την συμπλήρωση των δικογράφων και προτού λάβει οποιοδήποτε νέο μέτρο στην αγωγή, εκτός από αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα, να εκδώσει κλήση για οδηγίες, οριζόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου όχι ενωρίτερα των εξήντα (60) ημερών.[13] Προς τούτο θα πρέπει να συμπληρώνεται το έντυπο «Τύπο 25», όπως αυτό έχει τροποποιηθεί κατά καιρούς.[14] Σε περίπτωση που ο Ενάγοντας αμελήσει ή παραλείψει να εκδώσει την πιο πάνω κλήση για οδηγίες, δίνει την δυνατότητα στον Εναγόμενο εντός δεκαπέντε (15) ημερών, να αιτηθεί την απόρριψη της αγωγής και το Δικαστήριο δύναται επιλαμβανόμενο τέτοιας αίτησης είτε να απορρίψει την αγωγή με τέτοιους όρους όπως ήθελε κρίνει δίκαιο είτε να θεωρήσει την αίτηση ως κλήση για οδηγίες δυνάμει της Διαταγής 30.
Στη περίπτωση που παρέλθουν άπρακτες οι πιο πάνω προθεσμίες, η αγωγή θα θεωρηθεί ως εγκαταλειφθείσα και το Πρωτοκολλητείο θα θέτει το φάκελο της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου το συντομότερο δυνατό προς απόρριψη της, με έξοδα εναντίον του Ενάγοντα. Η έννοια του ενάγοντα και της αγωγής, καλύπτει και τον ανταπαιντούντα διάδικο, και, αναλόγως, την ανταπαίτηση.[15] Η απόρριψη αγωγής ή ανταπαίτησης δεν συνιστά κώλυμα καταχώρησης νέας αγωγής ή ανταπαίτησης με την ίδια αιτία αγωγής, τηρουμένων των προνοιών περί παραγραφής σε οποιοδήποτε νόμο.[16] Το μόνο προαπαιτούμενο για την καταχώρηση μιας νέας τέτοιας αγωγής ή ανταπαίτησης αποτελεί πληρωμή των εξόδων που υπεβλήθηκαν από το Δικαστήριο κατά την απόρριψη της αρχικής αγωγής ή ανταπαίτησης. Επιπρόσθετα, στο νέο κλητήριο εκτός από την αναφορά που πρέπει να γίνεται σε αυτό ότι πρόκειται για νέα αγωγή ή ανταπαίτηση σε αγωγή ή ανταπαίτηση που απορρίφθηκε, θα πρέπει να φέρει τέλη καταχώρησης διπλάσια εκείνων που αναλογούν στην κλίμακα της αγωγής ή της ανταπαίτησης.[17]
Οι διάδικοι σε αγωγή υποχρεούνται, μέσα σε διάστημα τριάντα (30) ημερών από την έκδοση και επίδοση της κλήσης, να καταθέσουν στο Πρωτοκολλητείο το συνημμένο στον «Τύπο 25», Παράρτημα, συμπληρωμένο ως προς όλα τα στοιχεία αυτού.[18] Οι προθεσμίες που αναφέρονται στους Κανονισμούς 1(α) και 2(α) της Διαταγής 30, δύναται να παραταθούν εάν το Δικαστήριο πεισθεί ότι υπήρχε αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης με τις εν λόγω προθεσμίες ή άλλος καλός λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για παράταση τους.[19]
Το Δικαστήριο, κατά την πρώτη εμφάνιση της κλήσης για οδηγίες ενώπιων Του, όπως προνοείται στην παράγραφο 1(α) της Διαταγής 30, εκδίδει τις ανάλογες οδηγίες στη βάση των αιτημάτων που καταγράφηκαν από τους διάδικους στο Παράρτημα του «Τύπου 25». Περαιτέρω, το Δικαστήριο δύναται ως κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις, να εκδίδει είτε αυτεπάγγελτα, ή με κοινή δήλωση των διαδίκων, είτε στη βάση προφορικού αιτήματος ενός ή περισσοτέρων των διαδίκων ανάλογα διατάγματα για τα θέματα που καλύπτονται από το Παράρτημα του «Τύπου 25», εάν χρειάζεται, συνοπτική προς τούτο απόφαση.[20] Στη περίπτωση όπου διάδικος δεν συμπλήρωσε ολόκληρο ή εν μέρει το Παράρτημα «Τύπου 25», δεν δικαιούται να υποβάλει ή να προωθήσει προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοδήποτε αίτημα που αφορά στην έκδοση σχετικών οδηγιών και θεωρείται ότι δεν επιθυμεί την έκδοση τέτοιων οδηγιών στο βαθμό και στην έκταση που δεν συμπλήρωσε το εν λόγω Παράρτημα. Οι Διαταγές 14, 19 θεσμοί 6-9, 24, 28, 33, 38, 49, 57, 59 και 60 ως αναφέρονται στο εν λόγω Παράρτημα, θα πρέπει να διαβάζονται υπό το πρίσμα της Διαταγής 30.[21] Στο πλαίσιο του Κανονισμού 3 της Διαταγής 30, το Δικαστήριο δύναται να καθορίζει ταυτόχρονα με την έκδοση των οδηγιών ή των διαταγμάτων το χρόνο εντός του οποίου ο κάθε διάδικος θα συμμορφωθεί με τις οδηγίες ή τα διατάγματα που θα εκδώσει επί των θεμάτων που καθορίζονται στο Παράρτημα «Τύπο 25», ορίζει δε αμέσως την υπόθεση για έκδοση οδηγιών ως προς τη μαρτυρία που θα προσαχθεί από κάθε διάδικο.[22]
Το Δικαστήριο δύναται, για αγωγές το αντικείμενο των οποίων είναι μέχρι €3.000, εκδίδει οδηγίες ως προς την ανταλλαγή εγγράφως της μαρτυρίας μεταξύ των διαδίκων λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη δήλωση του διαδίκου ή του δικηγόρου αυτού ως προς τον αριθμό των μαρτύρων που προτίθεται να καλέσει προς υποστήριξη της υπόθεσης του όσο και το χρόνο ετοιμασίας της μαρτυρίας από κάθε διάδικο.[23] Περαιτέρω το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα δεδομένα της διαφοράς όσο και το βάρος απόδειξης δύναται να εκδώσει ειδικές οδηγίες που να αφορούν το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ο κάθε διάδικος δύναται να καταθέσει την μαρτυρία του. Νοείται ότι όπου υπάρχουν πέραν του ενός εναγομένου ή άλλου διαδίκου, που δεν έχουν κοινή υπεράσπιση ή θέσεις, το Δικαστήριο δύναται να εκδίδει ανάλογες οδηγίες για κάθε ένα από αυτούς.[24]
Σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η χρηματική διαφορά δεν υπερβαίνει τις €3.000 φέρουν επί του κλητηρίου εντάλματος ανάλογη ένδειξη και τοποθετούνται από το Πρωτοκολλητείο σε κατάλογο «Ταχείας Εκδίκασης», η δε εκδίκαση τους γίνεται στη βάση των αντίστοιχων μαρτύρων όπως κατατέθηκαν στο Δικαστήριο και εκτός αν το Δικαστήριο επιτρέψει την εισαγωγή προφορικής μαρτυρίας, η δε υπόθεση ορίζεται για αγορεύσεις, προφορικές ή γραπτές κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αφού ακούσει προς τούτο προηγουμένως τους διάδικους.[25]
Οι περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο δύναται να εκδίδει κατ’ εξαίρεση και μόνο, διαταγή ως προς την παρουσίαση προφορικής μαρτυρίας από διάδικο ή μάρτυρα που ήδη κατέθεσε εγγράφως τη μαρτυρία του[26] ή όπου οποιοσδήποτε των διαδίκων υποβάλει στο δικαστήριο τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν την ημερομηνία κατά την οποία είναι ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση, αίτηση για να επιτραπεί η προφορική μαρτυρία οποιουδήποτε μάρτυρα του ιδίου που ένεκα της ιδιότητας του ή του αντικειμένου της μαρτυρίας του δεν υπήρχε η δυνατότητα να κατονομαστεί ενωρίτερα ή να καταγραφεί η κατάθεση του.[27]
Ως προς την παρουσίαση προφορικής μαρτυρίας από μάρτυρα που δεν κατέθεσε εγγράφως τη μαρτυρία του το Δικαστήριο δύναται να ασκήσει την διακριτική του αυτή ευχέρεια είτε αυτεπαγγέλτως κρίνοντας ότι επιβάλλεται η εξέταση ή αντεξέταση του διαδίκου ή του μάρτυρα[28], είτε μετά από υποβολή αιτήματος προς το Δικαστήριο, από οποιοδήποτε των διαδίκων τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν την ημερομηνία κατά την οποία είναι ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση, για να επιτραπεί η προφορική εξέταση ή αντεξέταση οποιουδήποτε μάρτυρα είτε του ιδίου, είτε του αντίδικου του.[29] Το Δικαστήριο αφού ακούσει τους διαδίκους, ασκεί αναλόγως τη διακριτική του ευχέρεια και εκδίδει αυθημερόν και με συνοπτική αιτιολογία διάταγμα προφορικής παρουσίασης του διαδίκου ή μάρτυρα για σκοπούς διευκρίνισης της μαρτυρίας του. Να σημειωθεί ότι ο χρόνος που καθορίζεται για την εξέταση ή αντεξέταση κάθε διάδικου ή μάρτυρα δεν θα υπερβαίνει τα 30 λεπτά, αλλά το Δικαστήριο κατά τη διακριτική του ευχέρεια δύναται κατά την εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας να επεκτείνει ανάλογα το χρόνο.[30]
Το αίτημα αυτό θα πρέπει να καταχωρείται γραπτώς στο Πρωτοκολλητείο με ειδοποίηση προς τους υπόλοιπους διαδίκους και ορίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου για προφορική παράσταση σε χρόνο που το Δικαστήριο καθορίζει.[31] Στο εν λόγω αίτημα θα πρέπει να καθορίζεται απαραιτήτως το όνομα του διαδίκου ή μάρτυρα του οποίου η προφορική παρουσίαση απαιτείται, εκείνο το μέρος της μαρτυρίας επί της οποίας καθίσταται αναγκαία η προφορική εξέταση, ο λόγος και η αναγκαιότητα της προφορικής εξέτασης ή αντεξέτασης, καθώς και ο χρόνος που απαιτείται για την προφορική αυτή εξέταση.[32]
Στις περιπτώσεις όπου το αντικείμενο των αγωγών υπερβαίνει τις €3.000 το Δικαστήριο δύναται να εκδίδει οδηγίες για την περαιτέρω πορεία και εκδίκαση της υπόθεσης στη βάση ότι, οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι κατά το στάδιο της έκδοσης οδηγιών να καταθέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου κατάλογο με τους μάρτυρες που προτίθεται κάθε πλευρά να παρουσιάσει μαζί με σύνοψη της μαρτυρίας εκάστου. Ο κατάλογος των μαρτύρων θα πρέπει να είναι ονομαστικός, αλλά εάν υπάρχουν λόγοι πρακτικής δυσχέρειας, θα δύναται ο ενδιαφερόμενος διάδικος να προσδιορίσει την ιδιότητα του μάρτυρα χωρίς αναφορά στο όνομα του. Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο δύναται να επιτρέψει σε διάδικο, ο οποίος θα πρέπει να πείσει το Δικαστήριο ότι έχει καλό λόγο, να καλέσει πριν κλείσει την υπόθεση του με σχετικό προφορικό αίτημα και πρόσθετο μάρτυρα ή μάρτυρες.[33] Στις περιπτώσεις όπου οι διάδικοι συμφωνούν το Δικαστήριο, ακολουθώντας τις διατάξεις των Παραγράφων (1) και (2) του Κανονισμού 5 της Διαταγής 30, δύναται να εκδώσει οδηγίες ως προς την ανταλλαγή εγγράφως της μαρτυρίας έστω και αν το αντικείμενο της αγωγής υπερβαίνει τις €3.000.[34]
Σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το αντικείμενο της διαφοράς υπερβαίνει τις €3.000 φέρουν επί του κλητηρίου εντάλματος ανάλογη ένδειξη και τοποθετούνται από το Πρωτοκολλητείο σε κατάλογο «Ακροαματικής εκδίκασης», το δε Δικαστήριο εκδικάζει την υπόθεση στη βάση των μαρτυριών που κατατέθηκαν ενώπιον του, επιτρέπει δε σε διάδικο να εξετάσει, αντεξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρα, καθορίζοντας προς τούτο χρονικά πλαίσια κατά το στάδιο έκδοσης οδηγιών σε ειδικά προς τούτο οριζόμενη από το Δικαστήριο ημερομηνία.[35] Κατά την έκδοση των εν λόγω οδηγιών το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις παραστάσεις των διαδίκων, την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, τα παραμένοντα επίδικα θέματα και τον αριθμό των μαρτύρων που απαραιτήτως δηλώνεται από τους διαδίκους ενώπιον του Δικαστηρίου στη βάση του καταλόγου σύμφωνα με τη Παράγραφο 3 του Κανονισμού 5 και των οποίων ζητείται η παρουσία στο Δικαστήριο για σκοπούς μαρτυρίας ή διευκρίνισης αυτής.[36] Ο χρόνος δε που διατίθεται για την κυρίως εξέταση είναι δεκαπέντε (15) λεπτά και ο χρόνος για την αντεξέταση και επανεξέταση μαρτύρων καθορίζεται υπό του Δικαστηρίου ανάλογα με την δήλωση και τα έγγραφα που κατατίθενται στην κύρια εξέταση, (ενδεικτικά ο χρόνος είναι μέχρι 60 λεπτά και 10 λεπτά για την αντεξέταση και επανεξέταση αντίστοιχα). Νοείται ότι το Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, δύναται να παρατείνει το χρόνο αυτό, τηρώντας τις πιο πάνω χρονικές αναλογίες.[37]
Τέλος,στις περιπτώσεις των αγωγών στις οποίες δεν καθορίζεται χρηματικό ποσό αξίωσης θα τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις που αφορούν αντικείμενο διαφοράς που δεν υπερβαίνει τις €3.000, εξαιρουμένων των υποθέσεων που εκδικάζονται από τα Οικογενειακά Δικαστήρια και αφορούν γονική μέριμνα, δικαστική αναγνώριση τέκνου, προσβολή πατρότητας και προσβολή εκούσιας αναγνώρισης για τις οποίες θα τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις που αφορούν αντικείμενο διαφοράς άνω των €3.000. Με συμφωνία όμως των διαδίκων, ακόμα και οι προαναφερόμενες κατηγορίες υποθέσεων δύνανται στην κατάλληλη περίπτωση και αφού αποδεχθεί τούτο το Δικαστήριο, να εκδικάζονται με εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν αντικείμενο διαφοράς κάτω των €3.000.[38]
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλες οι υποθέσεις διατροφής, ανεξάρτητα από το χρηματικό ποσό της αξίωσης εκδικάζονται στην κατηγορία της «ταχείας εκδίκασης».[39] Στις υποθέσεις διαζυγίου δεν είναι αναγκαία η έκδοση κλήσης για οδηγίες και το Δικαστήριο δύναται να ορίσει την υπόθεση για ακρόαση μετά τη συμπλήρωση των δικογράφων και την τήρηση τυχόν οδηγιών από το Δικαστήριο[40] και στις υποθέσεις γονικής μέριμνας το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ως προς το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης και την αναγκαιότητα του χρόνου ετοιμασίας της έκθεσης του λειτουργού ευημερίας.[41]
Όπου στα Δικαστήρια ειδικών δικαιοδοσιών δεν υπάρχει υποχρέωση αναγραφής κλίμακος ή ποσού επίδικης διαφοράς, το Δικαστήριο δύναται, ανεξαρτήτως των διατάξεων της Διαταγής 30, να χειριστεί την ενώπιον του υπόθεση κατά τον τρόπο που θα εξυπηρετηθεί η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Προς τούτο δύναται να ακολουθήσει τις ειδικές ρυθμίσεις που γίνονται στους οικείους διαδικαστικούς κανονισμούς είτε αυτούσιες, είτε σε συνδυασμό με τις πρόνοιες της Διαταγής 30.[42]
Οποτεδήποτε καταχωρείται έγγραφη μαρτυρία, αυτή θα πρέπει να κατατίθεται με ένορκη δήλωση ή με δήλωση κατόπιν της νενομισμένης διαβεβαίωσης και να αποτελεί την όλη μαρτυρία του διαδίκου ή του μάρτυρα που την καταχωρεί και να είναι σε συμφωνία με τους ισχυρισμούς γεγονότων που περιέχονται στο κλητήριο ένταλμα, στην έκθεση απαίτησης ή την υπεράσπιση ή στην ανταπαίτηση, αναλόγως της περιπτώσεως. Επίσης, θα πρέπει να περιλαμβάνει αναφορά στα έγγραφα ή αντικείμενα που υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς του διαδίκου ή μάρτυρα, τα οποία και επισυνάπτει σε πρωτότυπη ή δευτερογενή μορφή αποτύπωσης, κατά την κρίση του διαδίκου που καλεί το συγκεκριμένο μάρτυρα και τη φύση του εγγράφου ή αντικειμένου. Οποιοιδήποτε πλατειασμοί ή αναφορές σε γεγονότα που κρίνονται από το Δικαστήριο άσχετα με τα επίδικα θέματα ή ότι δεν καλύπτονται από τα δικόγραφα, δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την εκδίκαση της υπόθεσης και το Δικαστήριο δύναται να καθορίσει, πριν την έναρξη της ακρόασης, ποια γεγονότα ή αναφορές που καταγράφονται στη μαρτυρία κρίνονται ως άσχετα, επί των οποίων και δεν επιτρέπεται κυρίως εξέταση ή αντεξέταση. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο δύναται κατά την έναρξη της ακρόασης να καταδικάσει με την ανάλογη διαταγή ως προς τα έξοδα εκείνον τον διάδικο που επιχειρεί με τη μαρτυρία του να εισαγάγει άσχετα θέματα ή γεγονότα ή που πλατειάζει στην καταγραφή της ουσιαστικής μαρτυρίας. Επιπρόσθετα το Δικαστήριο, ασκώντας την διακριτική του ευχέρεια, δύναται κατόπιν προφορικού αιτήματος να δώσει άδεια για έκδοση κλήσης μάρτυρα με σκοπό να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο για να υπογράψει την έγγραφη μαρτυρία του η οποία έχει καταχωρηθεί είτε με ένορκη δήλωση είτε με δήλωση κατόπιν της νενομισμένης διαβεβαίωσης.[43]
Το Δικαστήριο δύναται σε κάθε περίπτωση να εκδώσει οποιεσδήποτε πρόσθετες των ανωτέρω οδηγίες, ως κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις με γνώμονα, (α) την εκδίκαση της υπόθεσης το ταχύτερο δυνατό, (β) τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των διαδίκων, (γ) τη διάσωση ή το μετριασμό των εξόδων, (δ) τη διαχείριση της υπόθεσης κατ’ αναλογία προς το χρηματικό αντικείμενο της διαφοράς, τη σπουδαιότητα της και το περίπλοκο των εγειρόμενων θεμάτων, πραγματικών ή νομικών.[44]
Οι διατάξεις της Διαταγής 30 τυγχάνουν εφαρμογής σε αγωγές που καταχωρήθηκαν από 1.1.2015 και αναστέλλονται αναφορικά και μόνο με αγωγές κλίμακας πέραν των €10.000 μέχρι 31.12.2015. Ο περιορισμός αυτός καταργείται από την 1.1.2016 όπου οι Διατάξεις της Διαταγής 30 θα τυγχάνουν, ασχέτως κλίμακας, καθολικής εφαρμογής. Νοείται ότι για αγωγές που καταχωρήθηκαν μέχρι και 31.12.2014 και αγωγές κλίμακας πέραν των €10.000 που καταχωρήθηκαν μέχρι 31.12.2015, οι πρόνοιες των υφιστάμενων[45] πριν την έναρξη ισχύος της νέας Διαταγής 30, θα εξακολουθούν να εφαρμόζονται μέχρι την αποπεράτωσή τους.
ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ
1. Όπου υπάρχουν πέραν του ενός εναγομένου σε αγωγή, τότε τα δικόγραφα θεωρούνται συμπληρωμένα κατά την έννοια της Δ.30, κ.1(α), ώστε να αρχίσει να τρέχει η προνοούμενη προθεσμία, όταν τα δικόγραφα συμπληρωθούν, υπό την έννοια που προβλέπεται από τη Δ.26, κ.11, για όλους τους εναγομένους.
2.Μετά τη συμπλήρωση των δικογράφων ως άνω, όταν κατά την πρώτη εμφάνιση για οδηγίες διαφανεί ότι εκκρεμούν άλλες διαδικασίες για τις οποίες ενδείκνυται ή απαιτείται η ανταλλαγή περαιτέρω δικογράφων, το Δικαστήριο διατηρεί την ευχέρεια να αναβάλει την υπόθεση μέχρι τη συμπλήρωση όλης της δικογραφίας, δίδοντας σχετικές οδηγίες ως προς τον περαιτέρω χειρισμό της κλήσης για οδηγίες. Αναμένεται ότι ο διάδικος που γνωρίζει ότι θα προχωρήσει με πρόσθετες διαδικασίες, όπως η προσεπίκληση τριτοδιαδίκου ή η έκδοση ειδοποίησης μεταξύ συνεναγομένων, γνωστοποιεί τούτο με την πρώτη ευκαιρία στους αντιδίκους του και ενημερώνει σχετικά το Δικαστήριο.
3. Σε περίπτωση παράλειψης εμφάνισης ενός ή περισσοτέρων, μεταξύ πλειόνων συνεναγομένων, η Δ.30 δεν βρίσκει εφαρμογή σε σχέση με εναγόμενο που παρέλειψε να εμφανιστεί, αλλά εφαρμόζονται οι πρόνοιες της Δ.17 περί παράλειψης εμφάνισης και η υπόθεση για όσους εκ των εναγομένων δεν καταχωρίσουν εμφάνιση προχωρεί κατά τα προβλεπόμενα στη Δ.17.
4. Η «σύνοψη μαρτυρίας» που προβλέπεται στη Δ.30, κ.5(3)(i), έχει την έννοια μιας συνοπτικής παράθεσης κάθε σκοπούμενου μάρτυρα και δεν πρέπει να απαιτείται ή να επιτρέπεται να επεκτείνεται σε λεπτομερή παράθεση γεγονότων και ισχυρισμών. Δεν αποτελεί μαρτυρία, αλλά μια περιεκτική αναφορά στα κύρια σημεία της μαρτυρίας ώστε να δίδεται ειδοποίηση στο Δικαστήριο και την άλλη πλευρά για την ουσία των όσων θα αναφέρει ο συγκεκριμένος μάρτυρας. Νοείται, βέβαια, ότι, από την άλλη, δεν μπορεί να εξαντλείται σε γενικότητες οι οποίες δεν θα ικανοποιούν το σκοπό αυτό.
Διάδικος ο οποίος επιθυμεί να εγείρει οποιοδήποτε ζήτημα κατά τη συμπλήρωση του Παραρτήματος 25, που δεν περιλαμβάνεται στα πρώτα εννέα αιτήματα της πρώτης ύλης του Παραρτήματος, θα πρέπει οπωσδήποτε να το θέσει στο υπ΄αρ. 10 αίτημα. Τέτοια αιτήματα περιλαμβάνουν, χωρίς να είναι εξαντλητική η αναφορά που ακολουθεί, την ιατρική εξέταση οποιουδήποτε διαδίκου, την αιματολογική, γονιδιακή ή άλλη σχετική ή συναφή εξέταση ή αίτημα αναβολής ή αναστολής της περαιτέρω δικαστικής διαδικασίας μέχρι τη συμμόρφωση διαδίκου σε διατάγματα του Δικαστηρίου.
Πολύκαρπος Ξυναρής
Ασκούμενος Δικηγόρος
[1] Επισυνάπτεται σχετικό φωτοαντίγραφο της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 4112) – Παράρτημα Δεύτερο – Μέρος Ι – Διαδικαστικοί Κανονισμοί.
[2] Διαταγή 25, Κανονισμός 1, Παράγραφος 1
[3] Διαταγή 25, Κανονισμός 1, Παράγραφος 2
[4] Διαταγή 25, Κανονισμός 1, Παράγραφος 3
[5] Διαταγή 25, Κανονισμός 1, Παράγραφος 1
[6] Διαταγή 25, Κανονισμός 1, Παράγραφος 2
[7] Διαταγή 25, Κανονισμός 5
[8] Διαταγή 25, Κανονισμός 6
[9] Διαταγή 25, Κανονισμός 2
[10] Διαταγή 25, Κανονισμός 4
[11] Καμία τροποποίηση κλητηρίου εντάλματος από πλευράς διαδίκων δεν δύναται να γίνει χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου. {Επισυνάπτεται η Διαταγή 25 πριν την σχετική τροποποίηση.}
[12] Διαταγή 25, Κανονισμός 6
[13] Διαταγή 30, Κανονισμός 1, Παράγραφος (α)
[14] Διαταγή 30, Κανονισμός 1, Παράγραφος (β) {Επισυνάπτεται το σχετικό Έντυπο}
[15] Διαταγή 30, Κανονισμός 1, Παράγραφος (γ)
[16] Διαταγή 30, Κανονισμός 1, Παράγραφος (δ)
[17] Διαταγή 30, Κανονισμός 1, Παράγραφος (δ)
[18] Διαταγή 30, Κανονισμός 2, Παράγραφος (α)
[19] Διαταγή 30, Κανονισμός 2, Παράγραφος (β)
[20] Διαταγή 30, Κανονισμός 3, Παράγραφος (α)
[21] Διαταγή 30, Κανονισμός 3, Παράγραφος (β)
[22] Διαταγή 30, Κανονισμός 4
[23] Διαταγή 30, Κανονισμός 5, Παράγραφος (1)
[24] Διαταγή 30, Κανονισμός 5, Παράγραφος (2)
[25] Διαταγή 30, Κανονισμός 6
[26] Διαταγή 30, Κανονισμός 7
[27] Διαταγή 30, Κανονισμός 7, Παράγραφος (γ)
[28] Διαταγή 30, Κανονισμός 7, Παράγραφος (α)
[29] Διαταγή 30, Κανονισμός 7, Παράγραφος (β)
[30] Διαταγή 30, Κανονισμός 7, Παράγραφος (ε)
[31] Διαταγή 30, Κανονισμός 7, Παράγραφος (δ)
[32] Διαταγή 30, Κανονισμός 7, Παράγραφος (δ)
[33] Διαταγή 30, Κανονισμός 5, Παράγραφος (3)
[34] Διαταγή 30, Κανονισμός 5, Παράγραφος (4)
[35] Διαταγή 30, Κανονισμός 8, Παράγραφος (α)
[36] Διαταγή 30, Κανονισμός 8, Παράγραφος (β)
[37] Διαταγή 30, Κανονισμός 8, Παράγραφος (γ)
[38] Διαταγή 30, Κανονισμός 10, Παράγραφος (1)
[39] Διαταγή 30, Κανονισμός 10, Παράγραφος (2)
[40] Διαταγή 30, Κανονισμός 10, Παράγραφος (3)
[41] Διαταγή 30, Κανονισμός 10, Παράγραφος (4)
[42] Διαταγή 30, Κανονισμός 10, Παράγραφος (5)
[43] Διαταγή 30, Κανονισμός 5, Παράγραφος (5)
[44] Διαταγή 30, Κανονισμός 9
[45] Επισυνάπτεται η Διαταγή 30 πριν την σχετική τροποποίηση.
Name | Size | Type | Download | |
Οι τροποποιημένες Διαταγές 25 και 30 του περί Πολιτικής Δικονομίας Δικαστικών Κανονισμών – Οδηγίες Πρακτικη.pdf | 227.27 Kb | |||
Τροποπίηση των Δ25 και Δ30.pdf | 916.63 Kb | |||
Διαταγή 30 - Τύπος 25 και Κλήση για Οδηγίες.pdf | 878.5 Kb |