Publications

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΚΑΙ ΑΓΓΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΚΤΗΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ του Δρ. Χρίστου Κληρίδη

By: DR. CHRISTOS CLERIDES Oct. 23, 2014

Κυπριακό και Αγγλικό Δίκαιο Απόδειξης σε σχέση με την Παρανόμως Κτηθείσα Μαρτυρία

 

Στην Αγγλία, το κοινό δίκαιο το οποίο ακολουθεί με προσαρμογές η Κυπριακή Έννομη Τάξη με βάση το άρθρο 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, σταθμό αποτελεί η απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλή των Λόρδων RvSang [1980] AC 402. Ο κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε ενοχή στη κατηγορία της συνομωσίας πλαστογραφίας. Η Υπεράσπιση ζήτησε εξ υπαρχής τη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης voir dire δια να αποδείξει ότι  υπήρξε «προβοκάτσια» από πράκτορα (agent provocateur) για τη διάπραξη του αδικήματος. Απεφασίσθη τελεσίδικα ότι η υπεράσπιση της «παγίδευσης» (entrapment) δεν ισχύει στο Αγγλικό δίκαιο και ότι δεν ενυπάρχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποκλείσει μαρτυρία σε τέτοιες περιπτώσεις. Obiter, απεφασίσθη ότι το εκδικάζον Δικαστήριο διατηρεί πάντοτε τη διακριτική ευχέρεια, να αποκλείσει μαρτυρία το αποτέλεσμα της οποίας θα προκαλέσει μεγαλύτερη ζημία από την αποδεικτική της αξία. Περαιτέρω ελέχθη ότι με εξαίρεση το δικαίωμα αποκλεισμού παραδοχών και ομολογιών και σε σχέση με μαρτυρία ληφθείσα μετά τη διάπραξη του αδικήματος, το Δικαστήριο δεν έχει τη διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί να δεχθεί σχετική δεχτή μαρτυρία με την αιτιολογία ότι ελήφθη με ακατάλληλο ή άδικο τρόπο “improper or unfair means”. Δεν ενδιαφέρει το Δικαστήριο ο τρόπος λήψης της μαρτυρίας. Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, εξαίρεση αποτελούν ενοχοποιητικές δηλώσεις και μαρτυρίες που λήφθηκαν με ακατάλληλο ή άδικο τρόπο. Τονίστηκε ότι ο ρόλος του Δικαστή είναι να διασφαλίσει «δικαίαν δίκη» σύμφωνα με το νόμο και όχι να τιμωρήσει την αστυνομία ή τη κατηγορούσα αρχή.

Μέχρι την υπόθεση αυτή σταθμό, η πρακτική που ακολουθείτο, ήταν αρχικά να γίνεται σύσταση στη κατηγορούσα αρχή να μην επιμένει στη παρουσίαση μαρτυρίας που λήφθηκε με ακατάλληλο ή άδικο τρόπο και η αποδεικτική της αξία δεν ήταν μεγάλης σημασίας. Βλέπε RvChristie (1914) AC 545, H.L.. Στην εξέλιξη της νομολογίας, η πρακτική αυτή αρχή υιοθετήθηκε σαν κανόνας αποκλεισμού κατά τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου τέτοιας μαρτυρίας. Βλέπε SelveyvDPP (1970) AC 304 H.L.

Θεληματικές καταθέσεις μπορούσε να αποκλεισθούν εάν λήφθησαν με ακατάλληλο ή άδικο τρόπο κατά παράβαση των Δικαστικών Κανόνων – “Judges Rules” – Βλ. RvVoisin [1918] 1 KB531 CA.

Τα Δικαστήρια διατηρούσαν το δικαίωμα να αποκλείσουν μαρτυρία που λήφθηκε με άδικο τρόπο Βλέπε LordGoddardCJ, KurumaSonofKaniavR [1955] AC 197 PC. Το θέμα όμως ξεκαθάρισε με την RvSang όπως είδαμε πιο πάνω με τους περιορισμούς που έθεσε η απόφαση εκείνη.

Η Βουλή των Κοινοτήτων επενέβη με Νομοθετική ρύθμιση του θέματος, με την θέσπιση του άρθρου 78 του Police and Criminal Evidence Act 1984 (PACE). Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή το Δικαστήριο δύναται να μην επιτρέψει μαρτυρία, εάν λαμβανομένων υπ’ όψη όλων των περιστάσεων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών εξασφάλισης της μαρτυρίας, η αποδοχή της μαρτυρίας θα είχε τέτοιο αρνητικό αποτέλεσμα στη δικαία εξέλιξη της διαδικασίας, που το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να τη δεχθεί.

Τα Αγγλικά Δικαστήρια ακόμα παλεύουν με την πρόνοια αυτή και την ερμηνεία της. Σε σχέση με τις περιστάσεις που λήφθηκαν υπόψη από τη νομολογία, προέκυψαν τρεις κατηγορίες περιστάσεων:

(1) Περιπτώσεις παρακολούθησης συνομιλιών (eavesdrop)

(2) Περιπτώσεις όπου η αστυνομία προκαλεί τη διάπραξη του αδικήματος.

(3) Περιπτώσεις εξαπάτησης του κατηγορουμένου ή του δικηγόρου του.

 

Στη πρώτη κατηγορία παρακολούθησης συνομιλιών, μαγνητοφώνησης κτλ η τάση των Αγγλικών Δικαστηρίων είναι να μην αποκλείεται τέτοια μαρτυρία Βλ. R v Mason (2002) E W CA Crim 385, (2002) 2 Cr. App. R. 38

Βλέπεεπίσης R v Khan (1997) AC 558 H.L. και R v Chalkey and Jeffries (1998) 2 Cr. App. Rep. 79

Ακόμη και όπου υπάρχει παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το Δικαστήριο προβαίνει σε ασκήσεις ισοζυγίου μεταξύ της αποδεικτικής αξίας της μαρτυρίας και τυχόν αρνητικών αποτελεσμάτων στη δικαστική δίκη.

Στη Δεύτερη Κατηγορία πρόκλησης του αδικήματος από την αστυνομία, τα Δικαστήρια φαίνεται να ακολουθούν την RvSang δεχόμενα τη σχετική επί του θέματος μαρτυρία. Όπου η αξιοπιστία της μαρτυρίας προβοκάτορα τίθεται εν αμφιβόλω τότε δεν γίνεται δεχτή. RvShanon [2001] 1 WLR 51 atp. 69.

Στη Τρίτη Κατηγορία της εξαπάτησης τα Δικαστήρια φαίνεται να θεωρούν ότι τέτοιου είδους μαρτυρία πρέπει να αποκλείεται Βλ. RvMason (1988) 1 WLR 139.

 

Σε σχέση με το θέμα της «δικαίας διεξαγωγής της δικής», «fairness of the proceedings» τα Δικαστήρια ισοσκελίζουν το συμφέρον της κατηγορούσας αρχής και αυτό της υπεράσπισης δια να αποφασίσουν τι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Το θέμα παραμένει ανοικτό σε κάθε υπόθεση να αποφασισθεί από το Δικαστήριο RvQuinn (1990) Crim. LR581.

Παρ’ όλον ότι παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΑΔ (δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή) δεν συνιστά λόγο αποκλεισμού μαρτυρίας Βλέπε KhanvUK (2001) 31 EHRR.45 στη AvSecretaryofStatefortheHomeDepartment (No2) (2004) EWCA1123 και (2005) 1WLR414, απεφασίσθη από το Αγγλικό Εφετείο ότι καταθέσεις προϊόν βασανιστηρίων, πρέπει να αποκλείονται και η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην AvSecretaryofStatefortheHomeDepartment (No2) (2006) 2 AC. 221 επαναβεβαίωσε την αρχή αυτή. Το Αγγλικό Εφετείο έκρινε ότι τούτο υπαγορεύεται από τη Συνταγματική Αρχή απαγόρευσης κατάχρησης εξουσίας.

 

Στη Κύπρο ακολουθείται το Αγγλικό Δίκαιο πριν τη θέσπιση του άρθρου 78 του Police and Criminal Evidence Act 1984 αλλά με την αρχή αποκλεισμού μαρτυρίας ολότελα  εξασφαλισθείσης με αντισυνταγματικό τρόπο.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κεφ. 9 περί Αποδείξεως Νόμου, ο Κύπριος Δικαστής εφαρμόζει το δίκαιο και τους κανόνες απόδειξης όπως ίσχυαν στην Αγγλία την 5 Νοεμβρίου 1914. Είναι αυτονόητο ότι μεταγενέστερη νομολογία που αποτελεί εξέλιξη του δικαίου αυτού επίσης εφαρμόζεται. Αλλά δεν εφαρμόζονται νέες νομοθετικές ρυθμίσεις στην Αγγλία εκτός εάν εισήχθησαν στις πρόνοιες του περί Αποδείξεως Νόμου.

Σε σωρεία αποφάσεών του από το 1982 και έπειτα το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου καθιέρωσε το ειδικό νομικό πλαίσιο το οποίο εφαρμόζεται στη Κύπρο διαφοροποιώντας το από το εφαρμοστέο στην Αγγλία.

 

Στην υπόθεση ThePolicev.  Γεωργιάδης (1982)  2 CLR σελ. 34,  το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάσισε ότι,  συνομιλία μεταξύ κατηγορούμενου και τρίτου προσώπου δεν είναι αποδεκτή, δεδομένου ότι λήφθηκε κατά παράβαση των άρθρων 15, 17 και 35 του Συντάγματος. 

 

Στην υπόθεση Γεωργίου ν. TheRepublic (1984) 2 CLR σελ. 67,  αποφασίστηκε ότι μαρτυρία που απορρέει από παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων δεν είναι δεκτή ως και οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία απορρέει σαν αποτέλεσμα.  

 

Όμως στην υπόθεση Ενωτιάδης ν. Αστυνομία (1986) 2 CLR 64,  το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάσισε ότι, οι εμπορικές δραστηριότητες ήταν θέματα που δεν αποτελούσαν ιδιωτικά θέματα, αλλά απρόσωπη συμπεριφορά με το κοινό και κατ’ επέκταση μπορεί να θεωρηθεί ότι βιβλία και αρχεία που τηρούνται δυνάμει του νόμου μπορεί να παρουσιαστούν στο Δικαστήριο σαν μαρτυρία.    

 

Στην υπόθεση Ψαράς, Λίχα ν. Δημοκρατίας (1987) 2 CLR 132,  αποφασίστηκε ότι έγγραφη σημείωση που παρελήφθη από υποστατικά εταιρείας του κατηγορούμενου, μπορούσε να γίνει αποδεχτή αφού υπάλληλοι της εταιρείας είχαν το γενικό έλεγχο των υποστατικών και δικαίωμα να εισέρχονται στο γραφείο του Εφεσείοντα χωρίς περιορισμούς και επέτρεψαν στην Αστυνομία να προβεί στην έρευνα. Επίσης το περιεχόμενο εμπορικού ημερολογίου και ευρετηρίου τηλεφώνων δεν μπορούσε να θεωρηθεί ιδιωτικό έγγραφο  αφού ο Εφεσείων το άφησε πάνω στο γραφείο του και μπορούσε να νοηθεί ότι το περιεχόμενο του δεν μπορούσε να παραμείνει ιδιωτικό, προσωπικό θέμα δυνάμει του άρθρου 15 (2) του Συντάγματος. 

 

Αντίθετα στην υπόθεση Merhodjav. ThePolice  (1987) 2 CLR 227,  αποφασίστηκε ότι παράνομη κράτηση χωρίς ένταλμα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 11 του Συντάγματος και κατ’ επέκταση ενοχοποιητική κατάθεση δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή.  Όπως επίσης και ενοχοποιητικές δηλώσεις που ήταν το αποτέλεσμα της έγγραφης κατάθεσης. 

 

Στην υπόθεση Χατζησάββα ν. Δημοκρατίας (1988) 2 CLR σελ. 37,  απεφασίσθη ότι όπου ο κατηγορούμενος προθυμοποιείται να συνεργαστεί με την Αστυνομία η συνομιλία του με τα αστυνομικά όργανα δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν αποτέλεσμα παραβίασης του άρθρου 11 (2) (γ) του Συντάγματος. 

 

Στην Πάρπα ν. Δημοκρατίας (1988) 2 CLR 5,  η λήψη δειγμάτων γραφικού χαρακτήρα κρίθηκε αντισυνταγματική αφού ήταν εντελώς άσχετη με τους λόγους σύλληψης και κράτησης του υπόπτου. 

 

Στην υπόθεση SalehAliAlHamadv. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ σελ. 118,  αποφασίστηκε ότι η διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δεν συμβιβάζεται και ούτε μπορεί να υποταχθεί στην επιδίωξη οποιουδήποτε άλλου κοινωνικού σκοπού ή στόχου και συνεπώς μαρτυρία που λαμβάνεται ή προκύπτει σαν αποτέλεσμα παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών αποκλείεται ως μαρτυρία.  Εφόσον στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση το κύρος του εντάλματος σύλληψης δεν είχε αμφισβητηθεί δεόντως δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 11 .2 (γ) του Συντάγματος. 

 

Στην Αστυνομία ν. Χριστόδουλου Γιάλλουρου (1992) 2 ΑΑΔ 147,  κρίθηκε ότι το περιεχόμενο των μαγνητοταινιών ήταν το προϊόν παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων των συνομιλητών που κατοχυρώνεται και συγκεκριμένα των άρθρων 15 (1) και 17(1) του συντάγματος. Επομένως καλύπτεται από τον κανόνα αποκλεισμού του ως μαρτυρίας ο δε αποκλεισμός είναι απόλυτος και δεν επιδέχεται κανένα συμβιβασμό ή εξαίρεση.

 

Στην απόφαση Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη (1994) 2 ΑΑΔ 37,  κρίθηκε ότι κατάθεση δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτή ως μαρτυρία, όταν αποτελεί προϊόν παραβίασης δικαιώματος προσωπικής ελευθερίας του κατηγορουμένου.  π.χ. Όπου υπάρχει εξαναγκασμός σε ακινητοποίηση αυτοκινήτου κάτι το οποίο συνιστά στέρηση προσωπικής ελευθερίας και κατ’ επέκταση στη συνέχεια μετάβαση στον αστυνομικό σταθμό και λήψη κατάθεσης.

 

Στην Δημοκρατία ν. Αεροπόρου (1998) 2 ΑΑΔ σελ. 88,  αποφασίστηκε ότι η σχετική νομοθεσία περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Νόμου του 1996 (Ν. 92 (1)/96) επιτρέπει προσαγωγή μαρτυρίας για τηλεφωνικές κλήσεις μόνο για διεκδίκηση τελών.  Συνεπώς δεν ήταν ανάγκη να αποφασιστεί κατά πόσο υπήρχε παραβίαση των συνταγματικών προνοιών που επηρέαζε τη δεκτότητα της μαρτυρίας.

 

Στην Parrisv. Δημοκρατία (1999) 2 ΑΑΔ 186, αποφασίστηκε ότι σύμφωνα με την Κυπριακή νομολογία, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 34 και 35 του Συντάγματος, δεν υπάρχει στην Κύπρο δυνατότητα έγκρισης της προσαγωγής ως αποδεικτικού μέσου μαρτυρίας που λήφθηκε κατά παραβίαση δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνει το Σύνταγμα.  Ο τρόπος εξασφάλισης της μαρτυρίας κρίθηκε ότι δεν παραβίαζε τα συνταγματικά δικαιώματα του Εφεσείοντα που διασφαλίζονται από το άρθρο 28 και 30.2 του Συντάγματος. Συνεπώς εφαρμόζονται οι αρχές του Αγγλικού Κοινοδικαίου σύμφωνα με τις οποίες το γεγονός ότι η μαρτυρία έχει μεγάλη αποδεικτική αξία δεν την καθιστά απαράδεκτη, αντίθετα όσον πιο μεγάλη είναι η αποδεικτική της αξία τόσο πιο δύσκολος καθίσταται ο αποκλεισμός της.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση το γεγονός ότι η μαρτυρία εξασφαλίστηκε κατά παράβαση νόμου και όχι του Συντάγματος και συγκεκριμένα του Κεφ. 153,  δεν συνιστά παράγοντα ο οποίος θα οδηγούσε σε δυσμενή επηρεασμό του Εφεσείοντα που υπερισχύει της αποδεικτικής αξίας της μαρτυρίας.

 

Στην υπόθεση Γιαννίδης ν. Αστυνομία (2002) 2 ΑΑΔ σελ. 144,  αποφασίστηκε ότι γενετικό υλικό το οποίο βρέθηκε σε αποτσίγαρα του κατηγορουμένου μπορούσε να χρησιμοποιηθεί δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος εγκατάλειψε τα αποτσίγαρα χωρίς ένδειξη πρόθεσης ότι τα διεκδικεί και εν πάση περιπτώσει το άρθρο 15.1 του Συντάγματος για ιδιωτική ζωή δεν επεκτείνεται στα αποτσίγαρα.

 

Στην υπόθεση Ψυλλάς ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 353, αποφασίστηκε ότι   η μαρτυρία για το γενετικό υλικό η οποία λήφθηκε κατά παράβαση θεμελιώδους δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης, έπρεπε να είχε αποκλειστεί.  Ο Εφεσείων παγιδεύτηκε από τις Αστυνομικές Αρχές διά πλαγίων μέσων για να παράσχει γενετικό υλικό αντίθετα προς την εκφρασθείσα θέληση του και κατά παράβαση του δικαιώματος του κατά της αυτοενοχοποίησης.  Μαρτυρία η οποία λαμβάνεται άμεσα ή έμμεσα κατά παράβαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου ή από μολυσμένη πηγή δεν γίνεται δεκτή ως μαρτυρία. 

 

Στη υπόθεση Δημοκρατία ν. Μαρίας Αβρααμίδου (2004) 2 ΑΑΔ 51,  το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάσισε ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης περιορίζεται στην προφορική μαρτυρία και όχι στην πραγματική.  

 

Στην υπόθεση Re Κακουλλή (2007) 1 AAΔ 1090,  αποφασίστηκε ότι η προστασία του απορρήτου της αλληλογραφίας και της επικοινωνίας περιλαμβάνει και τη χρήση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και διαδικτύου όπως αποφασίστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μεταξύ άλλων στην υπόθεση Coplandv. U.KApp. 62617/00 ημερ.  3.4.07. Κατά συνέπεια παραβιάστηκε το άρθρο 17 του Συντάγματος που προστατεύει το απόρρητο της επικοινωνίας διά της αποκάλυψης στο ΤΑΕ πληροφορίας από την ΑΤΗΚ κατά πόσο ο Αιτητής διατηρούσε ηλεκτρονική διεύθυνση ως και πληροφορίες σχετικά με την ηλεκτρονική αλληλογραφία του.

 

Στην υπόθεση Σιάμισιης ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ, σελ. 308 κρίθηκε ότι έγγραφο της ΑΤΗΚ στο οποίο καταγράφονται οι εισερχόμενες κλήσεις και μηνύματα στο κινητό τηλέφωνο της παραπονούμενης δεν μπορούσε να γίνει δεκτό σαν μαρτυρία καθότι προστατεύεται από το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή βάση του άρθρου 15 .1. του Συντάγματος αλλά και το απόρρητο της επικοινωνίας βάση του άρθρου 17. 1 του Συντάγματος. Έγινε αναφορά στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στις Πολιτικές Αιτήσεις 65/09 (2011) 1 ΑΑΔ 152, και στη Δημοκρατία ν.  Συμιανού (1999) 2 ΑΑΔ 537 όπου στην τελευταία κρίθηκε σαν μη αποδεκτή μαρτυρία από εκτύπωση ηλεκτρονικού υπολογιστή, στην οποία καταγράφονταν οι τηλεφωνικές κλήσεις μεταξύ δύο κινητών τηλεφώνων.  Επίσης απεφασίσθη ότι το IP, διεύθυνση, αποτελεί στοιχείο του απορρήτου της επικοινωνίας του χρήστη και προσωπικών δεδομένων εφόσον μέσω της διεύθυνσης αυτής μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητα του χρήστη.  Επομένως η διεργασία που έγινε από την Αστυνομία και την ΑΤΗΚ μετά που η παραπονούμενη έδωσε στην Αστυνομία την IP δημόσια διεύθυνση του παρενοχλούντος και η οποία κατέληξε στο σταθερό τηλέφωνο του Εφεσείοντα, ήταν παράνομη και συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας.   

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό δωδεκαμελή σύνθεση Πολιτική Έφεση ReΗσαΐας αρ. 432/12,7/7/2014 η πλειοψηφία, διαφωνούντων των Δικαστών Ναθαναήλ Δ. και Νικολάτου Δ., απεφάσισαν ότι το IP address από μόνο του είναι ουδέτερο στοιχείο ως προς το ζητούμενο, αφού οδηγεί μόνο μέχρι τον παροχέα. Μόνο εάν ο παροχέας δώσει τα στοιχεία του χρήστη το IP address καθίσταται προσωπικό δεδομένο οπότε είναι αναγκαία η υποβολή αίτησης στο Δικαστήριο για αποκάλυψη των στοιχείων του χρήστη δυνάμει του άρθρου 17.2(γ) του Συντάγματος και του άρθρου 4 του Νόμου 183(1)/2007 για την διατήρηση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων με σκοπό την διερεύνηση σοβαρών αδικημάτων Νόμου. Συνεπώς δεν ενδιαφέρει πως εξασφαλίστηκε το IP address.  Το Δικαστήριο διέκρινε την απόφασή του από την απόφαση στην Σιάμισιης εφόσον η Σιάμισιης κρίθηκε πριν την τροποποίηση του Συντάγματος.  Το Δικαστήριο άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να εξεταστεί κατά πόσον, όταν η επικοινωνία είναι παράνομη, μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στα πλαίσια της συνταγματικώς κατοχυρωμένης στο άρθρο 17 προστασίας του απορρήτου.  Τούτο αφήνει ανοικτό το πεδίο στην αστυνομία να εξασφαλίζει το IP address  με όποιο τρόπο θέλει αλλά η απόφαση διαβρώνει περαιτέρω την προστασία την παρεχόμενη από το άρθρο 17 του Συντάγματος.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Μέσα από αυτή τη σύντομη συγκριτική ανασκόπηση του ισχύοντος δικαίου στην Αγγλία και στη Κύπρο μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής:

 

1.         Η έμφαση σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο στο υπό εξέταση θέμα δίδεται στην αναγκαιότητα διασφάλισης της δικαίας δίκης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν αποκλείεται η εισαγωγή μαρτυρίας άσχετα με τον τρόπο με τον οποίο έχει εξασφαλιστεί πλην όμως το εκδικάζον Δικαστήριο διατηρεί το δικαίωμα να αποκλείσει μαρτυρία αφού βάλει στο ισοζύγιο τα συμφέροντα της κατηγορούσας αρχής έναντι των συμφερόντων της Υπεράσπισης δια να κρίνει στο τέλος της ημέρας ποίον είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης. Απόλυτος ρυθμιστής του θέματος παραμένει ο δικαστής ο οποίος ασκεί την διακριτική του ευχέρεια με βάση προηγούμενα και νομολογία η οποία όμως τείνει υπέρ της δεχτότητας της μαρτυρίας έστω και αν αυτή εξασφαλίστηκε με παράνομα μέσα ή με ακατάλληλο ή άδικο τρόπο. Τα Αγγλικά Δικαστήρια τελικά με βάση τις πρόνοιες της νεοεισαχθείσας νομοθεσίας του 1984 φαίνεται να επιτρέπουν τέτοιου είδους μαρτυρία και να την εξαιρούν μόνο στις περιπτώσεις όπου καταδειχθεί ότι η Υπεράσπιση θα βρίσκεται σε αδυναμία να την αντικρούσει ή όπου μπορεί να λεχθεί ότι η διαδικασία της δίκης δεν θα διεξαχθεί με δίκαιο τρόπο.  Έχω την άποψη ότι ανεξαρτήτως του ότι πάντοτε εμφιλοχωρεί η υποκειμενική άποψη του εκδικάζοντος Δικαστηρίου έστω και αν το κριτήριο είναι αντικειμενικό, τα Αγγλικά Δικαστήρια θέλουν να έχουν ενώπιον τους όλη τη μαρτυρία και στο τέλος να κρίνουν αυτά αφού αξιολογήσουν το σύνολο της μαρτυρίας την αθωότητα ή την ενοχή του κατηγορουμένου. Αν ληφθεί υπόψη ότι και στη Κύπρο με την τροποποίηση του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 με το Νόμο 32(1)/2004 και την δεχτότητα πλέον εξ ακοής μαρτυρίας και το Κυπριακό Δικαστήριο έχει την τελική διακριτική ευχέρεια αξιολόγησης του συνόλου της μαρτυρίας συμπεριλαμβανομένης και της εξ ακοής, οι πρόνοιες του Αγγλικού Δικαίου στον τομέα αυτό δεν απέχουν από την φιλοσοφία της Κυπριακής νεοεισαχθείσας νομοθεσίας καινοτόμου στο ευρύτερο θέμα της απόδειξης.

 

2.         Δεν μπορεί κανείς να εισηγηθεί ότι στην Αγγλία τα Δικαστήρια δεν αποδίδουν δικαιοσύνη επειδή γίνεται δεκτή  μαρτυρία η οποία εξασφαλίστηκε κατά παράβαση πρακτικής, διαδικασιών, νόμου ακόμα και θεμελιωδών δικαιωμάτων. Οι Άγγλοι εναποθέτουν την μεγίστη εμπιστοσύνη uberimafides στον καταλυτικό ρόλο που διαδραματίζει ο Δικαστής, στον οποίο έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη ότι στο τέλος της ημέρας θα εξασφαλίσει δικαία διαδικασία και δικαία δίκη.  Με δεδομένο ότι η διακριτική ευχέρεια ελέγχεται από πολλούς βαθμούς δικαιοδοσίας κατ’ έφεση στο τέλος της ημέρας κρίνεται ότι ενυπάρχουν τα απαραίτητα εχέγγυα για διασφάλιση των δικαιωμάτων τόσο του δημοσίου συμφέροντος όσο και των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Είναι όμως γεγονός, ότι εφόσον το θέμα αφήνεται να εξελιχθεί μέσα από τη νομολογία των Δικαστηρίων πολλές φορές είναι δύσκολο να συμβουλεύσει κανείς για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και πολύ δύσκολο για τον συνήγορο υπεράσπισης να συμβουλεύσει τον πελάτη του κατά πόσον θα ήταν ορθό να προβεί σε παραδοχή ή όχι υπό τας περιστάσεις. Με δεδομένο ότι στη Κύπρο για θέματα που δεν καλύπτονται από παραβιάσεις του Συνταγματικού Δικαίου, ακολουθούμε ως επί το πλείστον την αγγλική παράδοση και τη νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων τουλάχιστον μέχρι το 1980 που απεφασίσθη  Rv. Sang αναπόφευκτα και στην Κύπρο ενυπάρχουν παρόμοια προβλήματα. Παρόλον ότι η νομολογία για την ερμηνεία του άρθρου 78 του Νόμου του 1984, δεν έχει απόλυτη εφαρμογή στη Κύπρο, είναι προφανές ότι η νομολογία των Δικαστηρίων στην Αγγλία, θα έχει επιρροή στο βαθμό που καθιερώνει βασικές αρχές για τη διεξαγωγή της δικαίας δίκης και στη διαδικασία ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων. Έχω την άποψη όμως, ότι ανεξάρτητα με την πορεία και εξέλιξη της αγγλικής νομολογίας επί του θέματος όπου υπάρχει παραβίαση άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά όχι κατ’ ανάγκη άρθρων του Κυπριακού Συντάγματος ή ακόμα και όπου υπάρχει παραβίαση νομοθετικών προνοιών στην εξασφάλιση της μαρτυρίας τα Δικαστήρια στη Κύπρο θα είναι απρόθυμα να δεχθούν την εισαγωγή της μαρτυρίας αυτής έστω και αν εναπόκειται στη διακριτική τους ευχέρεια να το πράξουν. Περαιτέρω νομοθετική ρύθμιση του θέματος στη Κύπρο, όπως έγινε και στην Αγγλία, πιθανό να είναι επιθυμητή με την προϋπόθεση όμως ότι η νομοθετική αυτή ρύθμιση θα καθορίζει ορισμένες εξαιρέσεις που η κυπριακή κοινωνία θεωρεί εκ των πραγμάτων επιβεβλημένες. Το δίκαιο δεν λειτουργεί σε ένα κενό. Πραγματεύεται με κοινωνικά προβλήματα και κανονικά αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές τάσεις. Συνεπώς έστω και αν στην Αγγλία η παγίδευση π.χ. είναι επιτρεπτή, αν και κατακριτέα, στην Κύπρο κάτι τέτοιο δεν θα θεωρείτο αποδεκτό. Το ίδιο βέβαια και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει παράνομη παρακολούθηση έστω και αν δεν υπάρχει παραβίαση συνταγματικών προνοιών. Σίγουρα επίσης μαρτυρία η οποία εξασφαλίστηκε μετά από εξαπάτηση του κατηγορουμένου ή του δικηγόρου του, όπως παραδείγματος χάριν δήλωση της αστυνομίας ότι εντοπίστηκαν δακτυλικά αποτυπώματα του υπόπτου στη σκηνή του αδικήματος κάτι το οποίο προκάλεσε εν συνεχεία και τη παραδοχή του, δεν θα μπορούσε στη Κύπρο να γίνει αποδεκτή σαν μαρτυρία γιατί η κοινωνία θα θεωρούσε κάτι τέτοιο ότι ήταν απαράδεκτο.

 

3.         Στη Κύπρο τα Δικαστήρια έχουν από το 1982 και έπειτα με την απόφαση σταθμός στην Γεωργιάδης εμπεδώσει την αρχή ότι, μαρτυρία η οποία εξασφαλίστηκε κατά παράβαση συνταγματικών προνοιών δεν είναι αποδεκτή. Η θεωρία η οποία επεκράτησε στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι ότι είναι απαραίτητο, εξάλλου και συνταγματική επιταγή με βάση το άρθρο 35 του Συντάγματος, όλα τα θεσμικά όργανα του κράτους να σέβονται και να τηρούν το σύνταγμα και ιδιαίτερα τις πρόνοιες οι οποίες κατοχυρώνουν τα ατομικά δικαιώματα. Η επιταγή αυτή θεωρείται θεμελιώδης για τη διατήρηση του κράτους δικαίου και αποτελεί τη σπονδυλική στήλη αυτού. Θεωρείται ότι η συνοχή και ακεραιότητα (integrity) του συστήματος θεμελιώνεται πάνω σε αυτή τη βάση. Είναι πασιφανές ότι στη Κύπρο όπου είχαμε το πάντρεμα δύο κοινοτήτων κάτω από την ομπρέλα του Συντάγματος του 1960 υπήρχε ο επιπρόσθετος λόγος γιατί θα έπρεπε τα Δικαστήρια να διασφαλίσουν τον απόλυτο σεβασμό στις συνταγματικές πρόνοιες.

 

Η συνταγματική αυτή επιταγή, όπως ερμηνεύθηκε από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναπόφευκτα θα δημιουργούσε προβλήματα με δεδομένες τις σύγχρονες τάσεις εγκλήματος κάτι το οποίο οδήγησε σε χαλάρωση όχι της αυστηρότητας εφαρμογής της πάγιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά στη τροποποίηση του άρθρου 17 του Συντάγματος με την Έκτη Τροποποίηση έτσι που σε ορισμένες επιπρόσθετες πλέον περιπτώσεις να επιτρέπεται από το Δικαστήριο με αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα για σοβαρές υποθέσεις να επιτυγχάνεται άρση του απορρήτου της επικοινωνίας.  Παράλληλα όπως είδαμε, το Ανώτατο Δικαστήριο εφαρμόζοντας τον κανόνα, ερμήνευσε πολλές φορές με τέτοιο τρόπο τα γεγονότα της υπόθεσης, έτσι που να μην εφαρμοστούν σε συγκεκριμένη περίπτωση ή να κριθεί ότι δεν εφαρμόζονται συγκεκριμένα άρθρα του Συντάγματος όπως π.χ. το άρθρο 15 που κατοχυρώνει το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής ή το άρθρο 17 που κατοχυρώνει το δικαίωμα στο απόρρητο της επικοινωνίας ή ακόμα και το άρθρο 11 του Συντάγματος που διασφαλίζει θέματα σύλληψης, κράτησης, έρευνας κλπ.  Συνεπώς η κυπριακή έννομη τάξη έχει επιδείξει κάποια ελαστικότητα στην αυστηρή εφαρμογή του κανόνα, ιδιαίτερα σε μια εποχή που ζούμε η οποία μαστίζεται από τους έμπορους των ναρκωτικών και την τρομοκρατία. Ανεξάρτητα όμως, τα Δικαστήρια δεν έχουν διστάσει να αποκλείσουν μαρτυρία όπου το θέμα δεν επιδέχεται οποιασδήποτε αμφιβολίας. Ακόμα και σε σοβαρά θέματα όπως αυτά της παιδικής πορνογραφίας και του διαδικτύου.

 

4.         Τόσο η κυπριακή έννομη τάξη όσο και η αγγλική μπορούν να κερδίσουν πολλά η κάθε μια από την άλλη μέσα από την συγκριτική μελέτη και εμβάθυνση στη νομολογία αλλά και στις συνταγματικές πρόνοιες. Στην Αγγλία ήδη ακούονται φωνές για αποκλεισμό μαρτυρίας όπου θίγονται θεμελιακά ατομικά δικαιώματα αλλά αντίστοιχα και στη Κύπρο ακούγονται φωνές για περαιτέρω χαλάρωση της αυστηρότητας της εφαρμογής του δικαίου στον τομέα αυτό. Επί του παρόντος η σχέση δεν είναι αμφίδρομη καθ’ ότι αντλούμε από την αγγλική έννομη τάξη ενώ το αντίθετο δεν γίνεται. Καλύτερη επαφή Κυπρίων και Άγγλων Δικαστών και Νομικών ευρύτερα θα βοηθούσε για τη βελτίωση συνολικά και των δύο συστημάτων.

 

Λευκωσία 24/10/2014

Δρ. Χρίστος Κληρίδης

Πρόεδρος Τμήματος Νομικής

Πανεπιστημίου Frederick